Συναδέλφισσες και Συνάδελφοι,
Δύο σχεδόν χρόνια μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από το ΠΑΣΟΚ, η οικονομία βρίσκεται εκτός στόχων και η κοινωνία εκτός ορίων. Οι θυσίες των ελλήνων πολιτών δεν πιάνουν τόπο, καθώς η κυβέρνηση συνεχίζει να επενδύει στο «λάθος» και να οδηγεί σε έναν πρωτοφανή δημοσιονομικό και κοινωνικό εκτροχιασμό.
Η επιχειρούμενη δημοσιονομική εξυγίανση συνδέθηκε με την κατάρρευση του κοινωνικού κράτους και την ασφυξία της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, η δήθεν «σωτηρία» της Ελλάδας ταυτίστηκε με τον οικονομικό αφανισμό μισθωτών και συνταξιούχων, την ώρα που στο όνομα της ανταγωνιστικότητας πραγματοποιείται η πιο βίαιη ανατροπή κεκτημένων εργασιακών δικαιωμάτων και ελευθεριών από τη Μεταπολίτευση και μετά.
Όπως διδάσκει και η Παγκόσμια οικονομική ιστορία σε περιόδους κρίσης, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το «κραχ» του 1929, οι ηγέτες των κρατών διαχειρίστηκαν την ύφεση αναζητώντας την άνοδο της οικονομίας μέσα από παρεμβάσεις ρύθμισης της αγοράς, στήριξης των εισοδημάτων και της κατανάλωσης.
Οι όποιες μεταρρυθμίσεις, όμως, στην Ελλάδα βρίσκονται σε αντίθετη κατεύθυνση και κινούνται στη βάση περιοριστικών πολιτικών και λογικών πλήρους απορρύθμισης. Εξαντλούνται στην εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας, στην εκποίηση της κρατικής περιουσίας και στο βίαιο «ξεπούλημα» –σε τιμή ευκαιρίας– των «ασημικών», αποκλειστικά και μόνο για να ικανοποιηθούν οι παράλογες απαιτήσεις των διεθνών τοκογλύφων. Κερδοφόρες κρατικές επιχειρήσεις με παραγωγικές υποδομές και δυνατότητες να καταστούν ατμομηχανή ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας «βγαίνουν στο σφυρί» σε μια περίοδο χαμηλών αποτιμήσεων, που η χρηματιστηριακή τους αξία δεν ξεπερνά ούτε το 60% της πραγματικής. Ενδεχόμενη πώλησή τους θα στερήσει σημαντικά έσοδα από τα κρατικά ταμεία και θα αποτελέσει την «ταφόπλακα» σε κάθε προοπτική ανάπτυξης δημιουργώντας ένα κράτος χωρίς περιουσία, ένα κράτος «φάντασμα».
Η εξέλιξη όλων των οικονομικών και κοινωνικών δεικτών αποδεικνύει με τον πιο απόλυτο και σαφή τρόπο πως το «Μνημόνιο» είναι η λάθος συνταγή. Η αποτυχημένη πολιτική εσωτερικής υποτίμησης βαθαίνει την ύφεση –θα ξεπεράσει το 5%–, πολλαπλασιάζει τα «λουκέτα» στην αγορά και δημιουργεί στρατιές ανέργων. Η συνειδητή επιλογή της κυβέρνησης για τη μετατροπή της Ελλάδας σε χώρα φθηνού εργασιακού κόστους με την πλήρη ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας και την εγκαθίδρυση ενός σύγχρονου εργασιακού και κοινωνικού μεσαίωνα όχι μόνο δεν κατάφερε να συγκρατήσει την απασχόληση αλλά αντίθετα πολλαπλασίασε τις αρνητικές συνέπειες της κρίσης στην πραγματική οικονομία, με τις συνεχείς παλινωδίες στη φορολογική πολιτική να αποτρέπουν κάθε αξιόλογο επενδυτικό ενδιαφέρον.
Η μερική απασχόληση γίνεται κανόνας για να βρει κάποιος δουλειά και η εκ περιτροπής εργασία ή οι διαθεσιμότητες αναγκαία συνθήκη για να τη διατηρήσει. Το «μπλοκάκι» καθιερώνεται ως ο πιο ενδεδειγμένος τρόπος «νόμιμης» αποφυγής των εργοδοτικών εισφορών, την ώρα που η μετατροπή των συμβάσεων πλήρους σε μερικής απασχόλησης εξαπλώνονται με ανησυχητικές διαστάσεις.
Οι μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις σε συνδυασμό με τις διαδοχικές αυξήσεις στους έμμεσους φόρους υποβαθμίζουν δραστικά το επίπεδο διαβίωσης των ελληνικών νοικοκυριών. Η αγοραστική τους δύναμη συρρικνώνεται εντείνοντας φαινόμενα υπερχρέωσης και φτώχειας, την ώρα που η ανεργία προσεγγίζει τα εκρηκτικά επίπεδα του 17% και κάθε ελληνική οικογένεια μετρά τουλάχιστον έναν άνεργο. Η μείωση της κατανάλωσης εξαντλεί τη στεγνή από ρευστότητα αγορά δημιουργώντας νέα απώλεια πόρων για τα κρατικά ταμεία, ενώ σημαντική υστέρηση εσόδων εμφανίζει και το Ασφαλιστικό Σύστημα, από τη ραγδαία αύξηση της ανεργίας και τον μετασχηματισμό της αγοράς εργασίας προς την ευελιξία, γεγονός που υπονομεύει τόσο τον δημόσιο και αναδιανεμητικό του χαρακτήρα όσο και την κοινωνική του επάρκεια αλλά και βιωσιμότητα.
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ δεν διαθέτει καμία δημοκρατική και κοινωνική νομιμοποίηση για τις αποφάσεις που λαμβάνει και τις «συμφωνίες» που υπογράφει στις «πλάτες» του ελληνικού λαού. Όσο ακολουθεί συστηματικά την πολιτική εξόντωσης των εργαζομένων και των συνταξιούχων, η κοινωνία θα βρίσκεται απέναντί της. Οι «επιθέσεις» συναίνεσης που κατά καιρούς πραγματοποιεί πρέπει να πέσουν στο κενό. Άλλωστε όσοι συναινέσουν σε κάτι που έχουν αποκαλέσει επανειλημμένα ως «καταστροφή της χώρας» γίνονται αυτόματα συνένοχοι και μπαίνουν στο «κάδρο». «Πρόθυμοι» και «εξαπτέρυγα» που κρύβουν τις φιλοδοξίες τους πίσω από υποκριτικές επικλήσεις ρεαλισμού και «εξάρσεις» υπευθυνότητας υπάρχουν σε όλους σχεδόν τους πολιτικούς χώρους, δεν είναι, όμως, τίποτα άλλο παρά ισχνές μειοψηφίες, που στη δημοκρατία οφείλουν να συνταχθούν με τη γνώμη της πλειοψηφίας…
Το Συνδικαλιστικό Κίνημα στο σύνολό του με συνέπεια στον ταξικό του προσανατολισμό πρέπει να βρεθεί στην πρώτη γραμμή ενός ισχυρού μετώπου ανατροπής της ακολουθούμενης πολιτικής που καταδικάζει σε χρεοκοπία την κοινωνία και την πραγματική οικονομία. Μέσα από νέες μορφές δράσεις και οργανωτικής (ανα)συγκρότησης να ενισχύσει την αξιοπιστία του και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για τη μαζικότερη συμμετοχή και τη δυναμικότερη εκπροσώπηση των εργαζομένων.
Η ΔΑΚΕ Ι.Τ. με αίσθημα ευθύνης απέναντι στους εργαζόμενους όλης της χώρας που δοκιμάζονται από την ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική του ΠΑΣΟΚ, με συνέχεια και συνέπεια, πέρα και έξω από λογικές παραταξιακών ή κομματικών σκοπιμοτήτων και μακριά από επικίνδυνους λαϊκισμούς, καταθέτει στο πλαίσιο της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης μια σειρά τεκμηριωμένων προτάσεων-λύσεων για τα προβλήματα που κλήθηκε να αντιμετωπίσει η ελληνική κοινωνία και οικονομία τους τελευταίους έξι μήνες.
Επιχειρήσεις Κοινής Ωφέλειας (πρώην ΔΕΚΟ)
Ένας από τους βασικότερους κανόνες και όρους της αγοράς, μια θεμελιώδης αρχή της οικονομικής επιστήμης υποστηρίζει ότι «στα χαμηλά δεν πουλάς αλλά αγοράζεις». Αυτήν την ορθολογική συμπεριφορά, άλλωστε, ακολούθησαν και ακολουθούν όλες οι αναπτυγμένες χώρες σε περιόδους οικονομικής ύφεσης.
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ενάντια στο εθνικό και κοινωνικό συμφέρον, με μοναδικό στόχο την εξυπηρέτηση των ληστρικών απαιτήσεων των διεθνών τοκογλύφων, προχωρά με διαδικασίες «Fast Track» σε ένα γενικό «ξεπούλημα» της δημόσιας περιουσίας και των φυσικών πόρων, την ώρα που ακόμη και οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας δεν θα συναινούσαν ποτέ σε «ιδιωτικοποιήσεις με προκαθορισμένα χρονοδιαγράμματα».
Μέσα σε ένα κλίμα εισπρακτικού πανικού και πρωτοφανούς διολίσθησης του Χρηματιστηρίου Αθηνών, με τη χρηματιστηριακή τους αξία να βρίσκεται τουλάχιστον 60% χαμηλότερα από την πραγματική, επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, δημόσιοι οργανισμοί και βιομηχανίες μείζονος εθνικής, κοινωνικής και αναπτυξιακής σημασίας «βγαίνουν στο σφυρί», με την τιμή πώλησής τους να μην ξεπερνά ούτε το 1/10 της αξίας των υποδομών τους αλλά ούτε καν την κερδοφορία των επόμενων 2-3 ετών.
Κοινωνικά αγαθά βαπτίζονται «εν μια νυκτί» εμπορεύματα, με μια ενδεχόμενη εκποίηση της παραγωγικής βάσης της χώρας να ενταφιάζει κάθε αναπτυξιακό όραμα, να υπονομεύει κάθε προοπτική ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, δημιουργώντας ένα κράτος χωρίς περιουσία, ένα κράτος «φάντασμα».
Η ΔΑΚΕ Ι.Τ. αντιτίθεται σε κάθε λογική βίαιων και μαζικών αποκρατικοποιήσεων, προτείνοντας ένα σχέδιο διαχείρισης των κρατικών επιχειρήσεων -συγκεκριμενοποίηση για κάθε ΔΕΚΟ χωριστά - σε 2 άξονες και με βασικές προϋποθέσεις:
τη μεγιστοποίηση των παραγωγικών τους δυνατοτήτων και των εσόδων του κράτους από αυτές,
την αναζήτηση στρατηγικών συμμαχιών για την ενίσχυση της εξωστρέφειας, του εξαγώγιμου προσανατολισμού και της θέσης τους στον διεθνή ανταγωνισμό,
Παράλληλα πρέπει να διασφαλίζεται:
η αναβάθμιση του κοινωνικού τους ρόλου,
η διασφάλιση των υφιστάμενων θέσεων εργασίας και των εργασιακών δικαιωμάτων,
ο εκσυγχρονισμός της λειτουργίας τους,
η αποκατάσταση της αξιοκρατίας μέσα από σύγχρονα οργανογράμματα
η απόλυτη διαφάνεια στο καθεστώς προμηθειών,
η περικοπή προκλητικών αμοιβών και προνομίων ορισμένων μεγαλοστελεχών,
ετήσια αξιολόγηση και λογοδοσία των διορισμένων «μάνατζερς», διοικητών, προέδρων και διευθύνοντων συμβούλων για τα πεπραγμένα τους.
Συγκεκριμένα και με βάση τους παραπάνω άξονες προτείνεται :
1. Δημόσιος χαρακτήρας και έλεγχος:
Σε Επιχειρήσεις που παρέχουν κοινωνικά αγαθά (π.χ. ενέργεια, νερό, τηλεπικοινωνίες, μεταφορές) ώστε να διαδραματίσουν έναν πολύπλευρο αναπτυξιακό και κοινωνικό ρόλο αφενός με τη διαμόρφωση ενός υγιούς και ελκυστικού επενδυτικού περιβάλλοντος και όχι στη λογική συρρίκνωσης του εργασιακού κόστους και αφετέρου με την ενίσχυση της περιφερειακής και κοινωνικής συνοχής μέσω της παροχής των υπηρεσιών τους σε όλη την ελληνική επικράτεια, την ειδική τιμολογιακή πολιτική αλλά και τη διασύνδεση κάθε απομακρυσμένης ορεινής και νησιωτικής γωνιάς της χώρας με τα μεγάλα αστικά κέντρα.
Σε κερδοφόρους οργανισμούς και βιομηχανίες που μπορούν χρησιμοποιηθούν ως ατμομηχανή ανάπτυξης και δημιουργίας νέων και μακροπρόθεσμα βιώσιμων θέσεων εργασίας.
Σε επιχειρήσεις που παρεμβαίνουν στη λειτουργία της αγοράς διασφαλίζοντας την καταναλωτική προστασία από πρακτικές καρτέλ και την πρόσβαση των πολιτών σε αγαθά πρώτης ανάγκης.
Σε επιχειρήσεις υψίστης εθνικής συμμαχίας (όπως η αμυντική βιομηχανία) καθώς και σε επιχειρήσεις που σχετίζονται με την προώθηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας με στόχο την αναζήτηση διεθνών συνεργασιών, προκειμένου να αποκτηθεί η απαραίτητη τεχνογνωσία για τη συμμετοχή τους τόσο σε εγχώριες, όσο και διεθνείς κοινοπραξίες ώστε να επιτευχθεί μια υγιής και διατηρήσιμη μεγέθυνση του κύκλου εργασιών τους και κατ’ επέκταση η βιωσιμότητά τους.
Σε ένα ισχυρό τραπεζικό πυλώνα (Εθνική Τράπεζα, Αγροτική, Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων) που να εγγυάται την υλοποίηση των κοινωνικών (διασύνδεση με Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας & Οργανισμός Εργατικής Εστίας) και αναπτυξιακών σκοπών του κράτους, την αναβάθμιση των τραπεζικών και επενδυτικών υπηρεσιών, τη χρηματοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και των νέων επιχειρηματιών, τη ρύθμιση των επιτοκίων και την προστασία των δανειοληπτών από ψιλά γράμματα, καταχρηστικούς όρους και πρακτικές.
2. Ιδιωτικοποιήσεις-Συγχωνεύσεις
Αναμφίβολα υπάρχουν δημόσιες επιχειρήσεις που δεν έχουν πλέον μείζονα κοινωνική και οικονομική σημασία-ωφέλεια και παρουσιάζουν τέτοια ελλείμματα που δεν τους επιτρέπουν να εξυγιάνουν τη λειτουργία τους και να επαναπροσανατολίσουν το αντικείμενο τους, ώστε να (επαν)ενταχθούν επιτυχώς στον ανταγωνισμό. Σε αυτές τις περιπτώσεις προκρίνεται η λύση ή της συγχώνευσης με άλλους φορείς ή της ιδιωτικοποίησης με βασικό κριτήριο όχι μόνο τη συμφερότερη οικονομική προσφορά αλλά και την αξιολόγηση ενός πενταετούς επιχειρησιακού και κοινωνικού σχεδίου, που θα περιγράφει με σαφήνεια τις προθέσεις των επενδυτών για την αναδιάρθρωση της επιχείρησης, τη συμμετοχή της σε έργα και δραστηριότητες που δημιουργούν προοπτική βιωσιμότητας και ανάπτυξης με παράλληλη διασφάλιση θέσεων εργασίας και δικαιωμάτων των εργαζομένων.
Συγχωνεύσεις φορέων του Δημοσίου – «Εργασιακή Εφεδρεία»
Οι εργαζόμενοι της χώρας επιζητούν και αντιλαμβάνονται περισσότερο από τον καθένα την ανάγκη εκσυγχρονισμού της Δημόσιας Διοίκησης. Αυτοί άλλωστε, ως τα κύρια φορολογικά υποζύγια, ήταν και συνεχίζουν να είναι οι βασικοί της χρηματοδότες. Αυτοί πλήρωσαν και πληρώνουν την ανεξέλεγκτη «κομματικοποίηση» του κράτους στο πλαίσιο ρουσφετολογικών αντιλήψεων. Αυτοί βλέπουν τις θυσίες τους να μην πιάνουν τόπο και να εξανεμίζονται.
Εμείς πιστεύουμε στη δημιουργία ενός λειτουργικού, αποτελεσματικού και παραγωγικού κράτους που να ανταποκρίνεται στις προκλήσεις κάθε εποχής. Σε έναν αναπτυξιακό καταμερισμό αρμοδιοτήτων και ρόλων, χωρίς σπατάλες, στρατιές συμβούλων και αργομισθίες, χωρίς πλειάδα διορισμένων Δ.Σ., γραφειοκρατία και υπέρογκες αμοιβές, χωρίς προκλητικές νοοτροπίες και συμπεριφορές. Πρώτοι εμείς θα στηρίξουμε τη μετεξέλιξη του κράτους σε ατμομηχανή ανάπτυξης, σε εγγυητή της κοινωνικής συνοχής και ευημερίας, με αναβαθμισμένες υπηρεσίες για κάθε έλληνα εργαζόμενο, για κάθε πολίτη και μικρομεσαίο επιχειρηματία. Πρώτοι εμείς μιλήσαμε για την καταπολέμηση της διαφθοράς και της διαπλοκής. Καταγγείλαμε τη διασπάθιση δημόσιου χρήματος και τους διορισμούς ακριβοπληρωμένων μάνατζερς, που με τις αποφάσεις τους και μια σειρά αποτυχημένων επενδύσεων μετέτρεψαν υγιείς οργανισμούς σε ζημιογόνες επιχειρήσεις χωρίς αντικείμενο. Πρώτοι εμείς συμφωνήσαμε στην περιστολή των προνομίων των «τσιφλικάδων», αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα επιτρέψουμε να μας μετατρέψουν σε «κολίγους». Επισημάναμε την ανάγκη σύστασης ενός «κρατικού κορβανά», όπου οι περικοπές στους μισθούς και τις συντάξεις θα αξιοποιούνται για τη στήριξη των χαμηλόμισθων και κυρίως των ανέργων, μέσα από ενεργητικές και παθητικές πολιτικές απασχόλησης, με εισοδηματική ενίσχυση, προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης και επιδότησης της απασχόλησης.
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ επιχειρεί την αναδιοργάνωση της Δημόσιας Διοίκησης στο πλαίσιο της αποτυχημένης συνταγής του Μνημονίου. Με τυφλές συγχωνεύσεις και άκριτες καταργήσεις φορέων, οριζόντιες μειώσεις σε μισθούς, συντάξεις, κοινωνικά επιδόματα και εφάπαξ. Για να «νομιμοποιήσουν» τις πολιτικές τους προσπάθησαν να στρέψουν τον κοινωνικό αυτοματισμό ενάντια στους υπαλλήλους του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα, στοχοποιώντας ανθρώπους που «δεν τα φάγανε μαζί» τους. Άνοιξαν διάπλατα την «κερκόπορτα» των απολύσεων και των δυσμενών μετατάξεων, προκειμένου να δημιουργήσουν ένα νέο καθεστώς ομηρίας για χιλιάδες εργαζόμενους.
Στις κυβερνητικές εξαγγελίες για καταργήσεις και περικοπές δημοσίων οργανισμών περιλαμβάνονται ερευνητικά κέντρα, την ώρα που η επένδυση στην έρευνα και η διασύνδεσή της με την παραγωγική δραστηριότητα πρέπει να αποτελέσει το βασικό αναπτυξιακό μοντέλο της χώρα μας. Παράλληλα καταργούνται φορείς άσκησης κοινωνικής πολιτικής, που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως αντιστάθμισμα στα μέτρα που οδηγούν στη φτώχεια, καθώς και φορείς αξιοποίησης των συγκριτικών μας πλεονεκτημάτων. Σε αυτήν την κατεύθυνση καλούμε την κυβέρνηση, έστω και τώρα, να ξεκινήσει έναν ευρύ διάλογο με τους κοινωνικούς εταίρους, τους εκπροσώπους των παραγωγικών τάξεων, αλλά και εξειδικευμένους επιστήμονες, προκειμένου να διαμορφωθεί ένα δημοσιονομικά αποτελεσματικό και κοινωνικά αποδεκτό σχέδιο συγχωνεύσεων. Ένα σχέδιο που θα συμβάλλει στον πραγματικό εξορθολογισμό του δημοσίου τομέα, αξιοποιώντας το σύνολο του εργατικού δυναμικού.
Εργασιακή Εφεδρεία
Ο ισχυρισμός περί υπέρογκου αριθμού δημοσίων υπαλλήλων είναι εντελώς έωλος και μοιάζει περισσότερο με αστικό μύθο. Η χώρα μας σύμφωνα με σχετική «Έκθεση Ανταγωνιστικότητας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής» τοποθετείται σταθερά στη 14η θέση σε σύνολο 17 ευρωπαϊκών κρατών, με το ποσοστό των εργαζόμενων στο δημόσιο τομέα σε σχέση με το σύνολο του εργατικού δυναμικού να αγγίζει το 11.4% ενώ η μισθολογική δαπάνη βρίσκεται κάτω από τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο όρο. (Αξίζει να σημειωθεί πως οι εργαζόμενοι στις ένοπλες δυνάμεις υπολογίζονται σε 177.000) Αυτό αποδεικνύει πως το πρόβλημα όσον αφορά το ανθρώπινο δυναμικό του δημοσίου τομέα πρέπει να αναζητηθεί στη λανθασμένη κατανομή των ανθρωπίνων πόρων και όχι στον «υπερπληθυσμό». Οι ελλείψεις που συναντώνται, άλλωστε, σε πολλούς τομείς της δημόσιας διοίκησης επιβεβαιώνουν με τον πιο απόλυτο και σαφή τρόπο την παραπάνω θέση.
Σε πρώτο επίπεδο, λοιπόν, και με απόλυτη αξιοκρατία πρέπει να πραγματοποιηθεί μια σοβαρή αποτύπωση του αριθμού των ατόμων και των ειδικοτήτων που χρειάζεται κάθε κρατική υπηρεσία, προκειμένου να λειτουργήσει παραγωγικά και προς όφελος των ελλήνων πολιτών.
Σε αυτήν την κατεύθυνση πρέπει να χρησιμοποιηθεί και η εργασιακή εφεδρεία, όχι ως μέσο απολύσεων ή τιμωρίας των εργαζομένων, αλλά ως εργαλείο κατάρτισης και επανακατάρτισης του προσωπικού, ώστε σε εύλογο χρονικό διάστημα να καλυφθούν συγκεκριμένες ανάγκες απορροφώντας το σύνολο των εργαζομένων που βρίσκονται σε εργασιακή εφεδρεία και να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα της κρατικής μηχανής.
Κομβικό ρόλο σε ένα δυναμικό πρόγραμμα εργασιακής εφεδρείας οφείλει να διαδραματίσει η επαναχάραξη/επανασχεδιασμός του ΕΣΠΑ και η μεγιστοποίηση της απορροφητικότητας των κοινοτικών κονδυλίων. Τα προγράμματα του ΕΣΠΑ, πολλά από τα οποία κυριολεκτικά «λιμνάζουν», αρχικά σχεδιάστηκαν πριν την κρίση και δεν ανταποκρίνονται στις παρούσες ανάγκες της κοινωνίας και της οικονομίας. Για τον λόγο αυτό απαιτείται ο επανασχεδιασμός τους με περισσότερο στοχευμένο τρόπο, προσδίδοντας άμεσα αποτελέσματα στην ελληνική κοινωνία και οικονομία.
Η επανακατεύθυνση μέρους των πόρων του ΕΣΠΑ προς όφελος των εργαζομένων που στην ουσία η κυβέρνηση έχει ως πρωταρχικό στόχο να απολύσει οδηγώντας τους στην ανεργία χωρίς καμία προοπτική ανάπτυξης και αποκατάστασης, θα πρέπει να αποτελεί απόλυτη προτεραιότητα και η κυβέρνηση οφείλει να εξαντλήσει τα περιθώρια προς την συγκεκριμένη κατεύθυνση.
Η ΔΑΚΕ Ι.Τ. προτείνει στο πλαίσιο της εργασιακής εφεδρείας τη διενέργεια επιδοτούμενων προγραμμάτων επανακατάρτισης προσωπικού, μονοετούς ή διετούς διάρκειας ανάλογα με τις ιδιαίτερες απαιτήσεις των νέων ειδικοτήτων-θέσεων που θα κληθούν να υπηρετήσουν. Το 30% του μισθού των εργαζομένων θα καλύπτεται από ευρωπαϊκούς πόρους, με το κράτος να καταβάλει το υπόλοιπο 70%. Με αυτό τον τρόπο δεν θα επιβαρυνθεί το κράτος με το δυσβάσταχτο κόστος των αποζημιώσεων, του επιδόματος ανεργίας αλλά και τις απώλειες εσόδων από ασφαλιστικές εισφορές και φόρο εισοδήματος, ενώ παράλληλα θα ανασχεθούν οι ενδεχόμενες πολλαπλασιαστικές συνέπειες μιας περαιτέρω αύξησης της ανεργίας στην πραγματική οικονομία. Ταυτόχρονα θα δημιουργηθεί ένα καταρτισμένο προσωπικό ικανό να αναβαθμίσει τη λειτουργία και την παραγωγικότητα των δημοσίων υπηρεσιών.
Ασφαλιστικό Σύστημα – Βαρέα και Ανθυγιεινά Επαγγέλματα
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ δεν σεβάστηκε ούτε τη μεγαλύτερη κοινωνική κατάκτηση του 20ου αιώνα, το Δημόσιο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης. Η κατάργηση της τριμερούς χρηματοδότησης με την απόσυρση του κράτους από τη συγχρηματοδότηση του Ασφαλιστικού Συστήματος (αφού εγγυάται μόνο τη βασική σύνταξη που είναι προνοιακού και όχι ανταποδοτικού χαρακτήρα), οι αυξήσεις ορίων ηλικίας, οι μειώσεις των συντάξεων τόσο με την κατάργηση των «δώρων» όσο και με τον νέο τρόπο υπολογισμού της σύνταξης, καθώς και η διασύνδεση του ύψους ή ακόμα και της καταβολής των επικουρικών συντάξεων με την βιωσιμότητα του εκάστοτε Ταμείου αποδομούν τον δημόσιο, αλληλέγγυο και αναδιανεμητικό χαρακτήρα του συστήματος. Ο κοινωνικός και αναπτυξιακός του ρόλος υπονομεύεται με δυσμενείς συνέπειες για την κοινωνική συνοχή και την πραγματική οικονομία.
Στο πλαίσιο της λογικής της κατεδάφισης της κοινωνικής ασφάλισης και των «συντάξεων πείνας», με μοναδικό κριτήριο τη δέσμευση του Μεσοπρόθεσμου για περιορισμό των εργαζομένων που υπάγονται στα ΒΑΕ σε ποσοστό 10% επί του συνόλου του εργατικού δυναμικού και με στόχο την περαιτέρω μείωση του εργασιακού κόστους διαμορφώνεται και η νέα «μνημονιακή» λίστα των Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων.
Την ώρα που δημοσιεύονται συνεχώς διεθνείς επιστημονικές μελέτες για νέους επαγγελματικούς κινδύνους, ασθένειες αλλά και άλλες αιτίες πρώιμης φθοράς της υγείας των εργαζομένων σε μια σειρά από κλάδους, εργασιακούς χώρους και ειδικότητες, η κυβέρνηση αντιμετωπίζει αυτό το ευαίσθητο ζήτημα με έναν αυθαίρετο και αντιεπιστημονικό τρόπο, με μια στυγνή αριθμοκεντρική και κοινωνικά ανάλγητη λογική. Η νέα λίστα των ΒΑΕ αποκλείει περισσότερους από 200.000 εργαζόμενους από το ειδικό αυτό καθεστώς, αν λάβει κανείς υπόψη του και την τεράστια ανεργία που υπάρχει τη δεδομένη χρονική συγκυρία σε πολλά από τα επαγγέλματα που θα αποχαρακτηριστούν, στερώντας παράλληλα σημαντικούς πόρους από τα Ασφαλιστικά Ταμεία.
Το Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης θα πρέπει να προσεγγισθεί με αναπτυξιακή λογική σε ευθεία σχέση με την αύξηση της απασχόλησης, την αναδιοργάνωση και τον εξορθολογισμό της λειτουργίας του ΕΣΥ, την πάταξη της εισφοροδιαφυγής και την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας. Η σύσταση και εμπέδωση ενός δίκαιου και βιώσιμου Ασφαλιστικού Συστήματος με αξιοπρεπείς συντάξεις για τους απόμαχους της εργασίας συνιστά ένα κορυφαίο κοινωνικό και οικονομικό στοίχημα.
Πιστεύουμε σε ένα δίκαιο και δημόσιο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης, που ο αναδιανεμητικός του χαρακτήρας αποτελεί για εμάς έννοια αδιαπραγμάτευτη.
Διεκδικούμε:
• Τριμερή χρηματοδότηση του Ασφαλιστικού Συστήματος, με αναλογία 2/9 εργαζόμενοι, 3/9 κράτος, 4/9 εργοδότες.
• Θεσμοθέτηση ελάχιστης εγγυημένης σύνταξης που θα διασφαλίζει στους δικαιούχους της ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης.
• Επανακατάρτιση της λίστας των ΒΑΕ σύμφωνα με τις σχετικές αποφάσεις του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας και τεκμηριωμένα επιστημονικά πορίσματα-γνωματεύσεις.
• Δημιουργία Επιτροπής Επαγγελματικού Κινδύνου.
• Κωδικοποίηση της ασφαλιστικής νομοθεσίας.
• Επιστροφή από το κράτος μέρους των χρημάτων που έχουν χαθεί με τις εφαρμοζόμενες αποτυχημένες πολιτικές όλων των προηγούμενων Κυβερνήσεων.
• Καθολική πρόσβαση στην επικουρική ασφάλιση.
• Αξιοποίηση των αποθεματικών των Ασφαλιστικών Ταμείων, με στόχο τη μεγιστοποίηση της απόδοσης των χρημάτων των εργαζομένων σε συνθήκες απόλυτης διαφάνειας.
• Πάταξη της εισφοροδιαφυγής και της μαύρης-αδήλωτης εργασίας
• Εξορθολογισμό του συστήματος απονομής πρόωρων και αναπηρικών συντάξεων και «νοικοκύρεμα» των οικονομικών των Ταμείων και των κλάδων υγείας.
• Συγκεκριμενοποίηση του καθεστώτος ένταξης των μεταναστών στο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης.
• Αλλαγή της σύνθεσης των Δ.Σ. των Ταμείων με τριμερή συμμετοχή και χωρίς πλειοψηφία του κράτους.
• Δημιουργία «Ειδικού Ταμείου Χρηματοδότησης του Ασφαλιστικού Συστήματος», μέσα από τη δέσμευση πόρων από τα ακαθάριστα έσοδα του ΟΠΑΠ, των καζίνο και των επιχειρήσεων.
Διεκδικούμε ένα Ασφαλιστικό Σύστημα, που να εμπνέει εμπιστοσύνη στους πολίτες, να αντιμετωπίζει τις υπάρχουσες στρεβλώσεις, να παρέχει ασφάλεια στους εργαζόμενους και τους συνταξιούχους, να ενδυναμώνει την κοινωνική προστασία και να εγγυάται την αλληλεγγύη των γενεών.
Φορολογική Πολιτική
Η κυβέρνηση συνεχίζει την αναποτελεσματική προσπάθειά της για αναζήτηση εσόδων μέσα από την εξοντωτική υπερφορολόγηση των νοικοκυριών και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων με καταστροφικές συνέπειες για την κοινωνία και την πραγματική οικονομία. Οι διαδοχικές αυξήσεις στο ΦΠΑ και τους έμμεσους φόρους, η επιβολή Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης στο πετρέλαιο θέρμανσης και το φυσικό αέριο, η «μονιμοποίηση» των έκτακτων εισφορών και οι συνεχείς αυξήσεις των φορολογικών συντελεστών οδηγούν σε έντονες πληθωριστικές πιέσεις, μειώνουν ακόμη περισσότερο το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών συρρικνώνοντας την καταναλωτική τους δύναμη, «βαθαίνουν» την ύφεση πολλαπλασιάζοντας τα «λουκέτα» στην αγορά και τους ανέργους στις «ουρές του ΟΑΕΔ». Η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων πλήττεται σημαντικά, η φοροδιαφυγή αυξάνεται, τα έσοδα του κράτους μειώνονται αντί να αυξηθούν, με το ασταθές φορολογικό καθεστώς να αποτρέπει κάθε σοβαρό επενδυτικό ενδιαφέρον.
Το Φορολογικό Σύστημα αποτελεί τη βασική εισπρακτική πηγή εσόδων για κάθε κράτος αλλά και ένα σημαντικό εργαλείο δημοσιονομικής και αναδιανεμητικής πολιτικής προς τους εισοδηματικά ασθενέστερους, που εγγυάται την ανάπτυξη, την κοινωνική συνοχή και ευημερία. Στην Ελλάδα, τα χαρακτηριστικά της φορολογικής πολιτικής είναι τέτοια, που καθιστούν τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους ως τα κύρια φορολογικά υποζύγια. Ο μεγαλύτερος όγκος του φορολογικού φορτίου κατανέμεται στα φυσικά πρόσωπα άνισα, εις βάρος των χαμηλών και των μεσαίων εισοδημάτων, οξύνοντας (αντί να αμβλύνει ως όφειλε) τις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες.
Τα έσοδα της χώρας από τους άμεσους και έμμεσους φόρους, ως ποσοστό του ΑΕΠ, είναι από τα χαμηλότερα στην Ε.Ε., γεγονός που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η εγχώρια δημοσιονομική ανισορροπία εντοπίζεται περισσότερο στο σκέλος των εσόδων παρά σε αυτό των δαπανών.
Ειδικότερα, τη βασική πηγή των κρατικών εσόδων αποτελούν οι έμμεσοι φόροι, ενώ τα έσοδα από τους άμεσους, ως ποσοστό του ΑΕΠ, παρουσιάζονται ως τα χαμηλότερα στην Ε.Ε., στοιχείο που φανερώνει τον κοινωνικά άδικο χαρακτήρα της φορολογικής πολιτικής στη χώρα μας και την αναγκαιότητα ύπαρξης μιας ριζικής μεταρρύθμισης στον τομέα αυτό. Συνεκτιμώντας, μάλιστα, και την καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών, παρατηρούμε τη συνεχή συρρίκνωση του πραγματικού εισοδήματος των μισθωτών, που αναπόφευκτα συνεπάγεται και τη σταδιακή υποβάθμιση του βιοτικού τους επιπέδου.
Η ΔΑΚΕ Ι.Τ. πιστεύει στη δημιουργία ενός αξιόπιστου, αναπτυξιακού και αναδιανεμητικού Φορολογικού Συστήματος ώστε οι εργαζόμενοι να πάψουν να αποτελούν τα «κορόιδα της φορολογίας». Ένα Σύστημα, μέσα στο οποίο θα εναρμονίζεται η σχέση ανάμεσα στη φοροδοτική ικανότητα και τη φορολογική επιβάρυνση, θα θεμελιώνεται η κοινωνική δικαιοσύνη και θα διαμορφώνονται συνθήκες οικονομικής και κοινωνικής αποτελεσματικότητας. Μόνο έτσι μπορεί πραγματικά να αναπτυχθεί η φορολογική συνείδηση των πολιτών, που συνιστά τη βασική προϋπόθεση για την επιτυχή λειτουργία της φορολογικής πολιτικής, και όχι μετατρέποντας τον εργαζόμενο σε «κυνηγό αποδείξεων».
Πιο συγκεκριμένα διεκδικούμε:
• Κατάργηση όλων των κοινωνικά άδικων μέτρων αύξησης της έμμεσης φορολογίας.
• Κατάργηση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στο πετρέλαιο θέρμανσης και το φυσικό αέριο.
• Μείωση του ΦΠΑ αρχικά κατά 4 μονάδες ο υψηλός και κατά 5 μονάδες ο χαμηλός.
• Άμεση ανάκληση της αύξησης του ΦΠΑ από 13% σε 23% στον κλάδο της εστίασης.
• Θεσμοθέτηση μιας ενιαίας προοδευτικά τιμαριθμοποιημένης κλίμακας.
• Καθιέρωση αφορολόγητου ορίου 12.000€ για μισθωτούς και συνταξιούχους χωρίς την προσκόμιση αποδείξεων.
• Διασύνδεση του ανώτατου αφορολόγητου ορίου για κάθε οικογένεια με βάση την κλίμακα ισοδυναμίας που χρησιμοποιείται από την Eurostat και την Ε.Ε., δηλαδή αύξηση κατά 6.000€ για κάθε ενήλικα που δεν αποκτά εισοδήματα και 3.600€ για κάθε ανήλικο παιδί. Με αυτόν τον τρόπο το αφορολόγητο όριο για μια τετραμελή οικογένεια ανέρχεται στα 25.200€.
• Καθιέρωση τεκμηρίων απόκτησης περιουσιακών στοιχείων και τεκμηρίων δαπανών διαβίωσης, προκειμένου να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά η φοροδιαφυγή και να ενδυναμωθεί σημαντικά η κοινωνική δικαιοσύνη και η αξιοπιστία του Φορολογικού Συστήματος.
• Φορολόγηση της κερδοφορίας των Τραπεζών και της υπεραξίας των κερδών από τις χρηματιστηριακές συναλλαγές.
• Φορολόγηση της καθαρής κερδοφορίας των 200-250 μεγάλων επιχειρήσεων της χώρας, που έχουν συσσωρεύσει τον εθνικό πλούτο.
• Θέσπιση φορολογικών κινήτρων για α) επαναπατριζόμενες βιομηχανικές και εμπορικές επιχειρήσεις, β) επιχειρήσεις, που συμβάλλουν στην απασχόληση, την προστασία του περιβάλλοντος, την έρευνα και την ανάπτυξη, και γ) σε επιχειρήσεις που στηρίζουν την τοπική αυτοδιοίκηση.
• Διατήρηση του καθεστώτος χαμηλής φορολογίας για νέους επιχειρηματίες. Μηδενική φορολόγηση στις 10 πρώτες περιοχές υψηλής ανεργίας και αποεπένδυσης.
• Αύξηση του αφορολόγητου ορίου σε γονικές παροχές, δωρεές και κληρονομιές.
• Ενίσχυση και επάνδρωση των ελεγκτικών μηχανισμών του κράτους και εκσυγχρονισμός της λειτουργίας τους, ώστε πρακτικά να μπορέσουν να ανταποκριθούν στις νέες μορφές συναλλαγών (π.χ. ηλεκτρονικό εμπόριο και επενδύσεις).
• Εντατικοί έλεγχοι των συναλλαγών των off shore εταιρειών.
• Αντιμετώπιση της παραοικονομίας με προληπτικούς φορολογικούς ελέγχους.
• Καταπολέμηση του λαθρεμπορίου καυσίμων και τσιγάρων, από τα οποία το κράτος εμφανίζει μεγάλη απώλεια εσόδων.
• Διεύρυνση της φορολογικής βάσης με ένταξη σε κανονικό καθεστώς ΦΠΑ επαγγελμάτων, που έχουν εξαιρεθεί.
Ανεργία – Πολιτικές Απασχόλησης
Η ακολουθούμενη κυβερνητική πολιτική έχει ως αποτέλεσμα την έκρηξη της ανεργίας σε δυσθεώρητα ύψη από το κλείσιμο χιλιάδων μικρομεσαίων επιχειρήσεων, την καθήλωση κάθε παραγωγικής δραστηριότητας και την αδυναμία δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΣΥΕ το ποσοστό της επίσημης ανεργίας προσεγγίζει το 17% (όταν το 2009 βρίσκονταν στο 8.5%) δηλαδή περισσότεροι από 820 χιλιάδες (822.719) συμπολίτες μας είναι άνεργοι, με το χρόνο παραμονής εκτός απασχόλησης (μακροχρόνια ανεργία) να εντείνει επικίνδυνα τα φαινόμενα φτώχειας, περιθωριοποίησης ακόμα και υλικής υστέρησης για ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, διευρύνοντας τις οικονομικές, κοινωνικές και εκπαιδευτικές ανισότητες. Οι νέοι μας, το πιο πολύτιμο αναπτυξιακό κεφάλαιο του τόπου, εξαναγκάζονται στη μετανάστευση ενώ μια στις πέντε γυναίκες (20%) αδυνατεί να βρει εργασία.
Οι απασχολούμενοι στη χώρα είναι πλέον λιγότεροι από τον οικονομικά μη ενεργό πληθυσμό, γεγονός που διαμορφώνει συνθήκες «κραχ ανεργία» με τραγικές συνέπειες για τα Ασφαλιστικά Ταμεία, την αγορά αλλά και το κοινωνικό κράτος ή τουλάχιστον σε ό,τι έχει απομείνει από αυτό.
Η ανεργία αποτελεί ένα σύνθετο κοινωνικό και οικονομικό φαινόμενο. Η ουσιαστική μείωσή της μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από την αύξηση της απασχόλησης. Η διαρθρωτική επέκταση της αγοράς εργασίας είναι δυνατή μόνο μέσα από ένα σύνολο πολιτικών υγιούς οικονομικής ανάπτυξης σε εθνικό, περιφερειακό και κλαδικό επίπεδο που θα αυξάνουν την ανταγωνιστικότητα και την παραγωγικότητα της οικονομίας δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας. Βασικός στόχος θα πρέπει να είναι η αξιοποίηση του συνόλου του ανθρώπινου δυναμικού, η καταπολέμηση των διακρίσεων και του κοινωνικού αποκλεισμού καθώς και η δημιουργία επαρκών δομών συμφιλίωσης της επαγγελματικής με την κοινωνική ζωή.
Ωστόσο, με βάση την εξαιρετικά δυσμενή σημερινή συγκυρία κρίνεται απολύτως απαραίτητος ο σχεδιασμός και η εφαρμογή ενός ολοκληρωμένου πλέγματος πολιτικών απασχόλησης με στόχο αφενός τη στήριξη και την κοινωνική προστασία εργαζομένων και ανέργων και αφετέρου την αύξηση των δυνατοτήτων και ευκαιριών ένταξης και ανέλιξής τους στην αγορά εργασίας. Η πλήρης και σταθερή απασχόληση αποτελεί τον απώτερο και τελικό στόχο.
Οι εφαρμοζόμενες πολιτικές απασχόλησης θα πρέπει να έχουν διττό προσανατολισμό:
• Παθητικές Πολιτικές Απασχόλησης
Τη διασφάλιση της κοινωνικής προστασίας των ανέργων και των ευάλωτων κοινωνικά ομάδων μέσω της διατήρησης, επέκτασης και ενίσχυσης των επιδομάτων ανεργίας. Το επίδομα ανεργίας πρέπει να ανέλθει στο 80% του επίπεδο του κατώτερου μισθού του ανειδίκευτου εργάτη ενώ η καταβολή του και η παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης πρέπει να επεκταθούν στους 18 μήνες ως άμεση συνέπεια της αύξησης της μακροχρόνιας ανεργίας.
Επιπλέον, πιστεύουμε ότι οι πολιτικές κοινωνικής προστασίας θα πρέπει να διευρυνθούν και σε ομάδες που βρίσκονται στα όρια της φτώχειας με τη θέσπιση ειδικών επιδομάτων και παροχών για τους νεοεισερχόμενους ανέργους και τους ανέργους που έχουν χάσει το δικαίωμα λήψης επιδόματος ανεργίας εξαιτίας της μεγάλης διάρκειάς της.
• Ενεργητικές Πολιτικές Απασχόλησης
Απαιτείται ένας νέος ολοκληρωμένος και ενιαίος εθνικός σχεδιασμός για τη χάραξη των ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης, σε άμεση διασύνδεση με τις πραγματικές ανάγκες της παραγωγικής διαδικασίας και με στόχο την (επανα-)προώθηση των ανέργων στην αγορά εργασίας.
Οι ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης, που εφαρμόστηκαν μέχρι σήμερα στη χώρα μας για τη μείωση της ανεργίας δεν συνέβαλλαν ιδιαίτερα στη μείωσή της. Αυτό συνέβη γιατί κατά κύριο λόγο χρησιμοποιήθηκαν ως επιδοτήσεις των επιχειρήσεων και σε πολλές περιπτώσεις είχαν σαν αποτέλεσμα την αύξηση της κερδοφορίας τους μέσα από τη μείωση του εργασιακού κόστους και τη συρρίκνωση της αμοιβής των εργαζομένων. Σε αυτό το σημείο αξίζει να σημειωθεί πως και τα Προγράμματα Κοινωφελούς Εργασίας που πρόκειται να ξεκινήσουν πρέπει να συνδεθούν με την ενίσχυση των επαγγελματικών προσόντων των συμμετεχόντων και όχι να χρησιμοποιηθούν ως όχημα για την έμμεση καταστρατήγηση των αμοιβών που προβλέπονται στην ΕΓΣΣΕ.
Οι διαθέσιμες ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης, που τα τελευταία χρόνια περιστρέφονται γύρω από τις επιδοτήσεις της απασχόλησης και της αυτοαπασχόλησης, καθώς και από τη διενέργεια προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης, συμβουλευτικής και επαγγελματικού προσανατολισμού, θα πρέπει να ανασχεδιαστούν με βάση τις εξής (ενδεικτικές) κατευθύνσεις:
• Άμεσα στοχευμένες παρεμβάσεις σε γεωγραφικό, κλαδικό και επιχειρησιακό επίπεδο.
• Παράλληλη και συνδυαστική ύπαρξη προγραμμάτων επιδότησης τόσο επιχειρήσεων για την πρόσληψη προσωπικού όσο και ανέργων για την επιλογή της επιχείρησης που θα απασχοληθούν σύμφωνα με τις ιδιαίτερες ανάγκες της κάθε ομάδας-στόχου.
• Συμπληρωματικότητα των πολιτικών απασχόλησης με τις γενικότερες και ειδικότερες οικονομικές πολιτικές, πολιτικές δημοσίων και ιδιωτικών επενδύσεων, προγράμματος ανταγωνιστικότητας, μεταρρυθμίσεων κ.λπ.
• Συνέργειες, συνθέσεις και αλληλοσυμπληρωματικότητες μεταξύ των διαφορετικών μορφών ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης (επιδοτήσεις της απασχόλησης ή του ασφαλιστικού κόστους, επαγγελματική κατάρτιση, επαγγελματική συμβουλευτική κ.λπ.).
• Επικέντρωση σε επιλεγμένες πληθυσμιακές ομάδες με στόχο την αναβάθμιση των προσόντων, την πρόληψη και την αντιμετώπιση της ανεργίας και του κοινωνικού αποκλεισμού (π.χ. γυναίκες, μετανάστες, άνεργοι προσυνταξιοδοτικής ηλικίας κ.λπ.).
• Αναβάθμιση του συστήματος διάγνωσης αναγκών και τάσεων της αγοράς εργασίας μέσα από την αναδιοργάνωση, αναδιάρθρωση και ενίσχυση του ρόλου του Παρατηρητηρίου Απασχόλησης (ΠΑΕΠ) που ουσιαστικά υπολειτουργεί.
• Ορθολογικοποίηση της επαγγελματικής κατάρτισης (αρχικής και συνεχιζόμενης) σε επίπεδο συμβατότητας των αντικειμένων κατάρτισης με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας, καθώς και σε επίπεδο εξορθολογισμού και ποιοτικής αναβάθμισης των προγραμμάτων σπουδών, σύμφωνα με τις νέες τεχνολογικές και οργανωτικές εξελίξεις.
• Επιδότηση για την ίδρυση νέων επιχειρήσεων με βάση τις ανάγκες της αγοράς εργασίας και των τοπικών κοινωνιών και προτεραιότητα σε επιχειρήσεις έρευνας και καινοτομίας ή με αντικείμενο τις εναλλακτικές μορφές ενέργειας και την αειφορία.
• Πιστοποίηση και αναγνώριση των προσόντων, των ικανοτήτων και των δεξιοτήτων, που αποκτούνται από όλες τις μορφές και τύπους επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης.
• Εξασφάλιση της απασχόλησης μέσω: α) σαφών δεσμεύσεων – προγραμματικών συμφωνιών των εμπλεκομένων εργοδοτών και εργαζομένων, β) πρόσθετων κινήτρων προς τα εμπλεκόμενα μέρη, γ) ευρύτερης συμβουλευτικής υποστήριξης ανέργων, εργαζομένων και επιχειρήσεων.
• Προσέγγιση των προβλημάτων απασχόλησης και επαγγελματικής κατάρτισης, κατά επάγγελμα ή κλάδο οικονομικής δραστηριότητας ή γεωγραφική περιοχή σε κρίση ή σε δυναμική πορεία, που μπορεί να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας.
• Ολοκληρωμένη υποστήριξη ανέργων, εργαζομένων ή επιχειρήσεων (του κλάδου, ενός επαγγέλματος ή μιας περιοχής).
• Αναδιοργάνωση του συστήματος επαγγελματικής συμβουλευτικής, αναβάθμιση της λειτουργίας των δομών εύρεσης εργασίας (ΟΑΕΔ) και ουσιαστική διασύνδεσή τους με τις υπόλοιπες πολιτικές απασχόλησης.
• Προώθηση της συμμετοχής των ενηλίκων στη Δια Βίου Μάθηση, καθώς η χώρα μας κατέχει την 27η θέση ανάμεσα σε 33 ευρωπαϊκές με ποσοστό 2.9% έναντι του 9.5% του κοινοτικού μέσου όρου.
Εργασιακές Σχέσεις
Η πλήρης απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και η μετατροπή της Ελλάδας σε χώρα φθηνού εργασιακού κόστους αποτελεί συνειδητή κυβερνητική επιλογή και πρωταρχική επιδίωξη. Από την υπογραφή του πρώτου Μνημονίου έως σήμερα, σε λιγότερο από ενάμιση χρόνο δηλαδή, καταργήθηκαν εργασιακά δικαιώματα και ελευθερίες που κατακτήθηκαν με πολύχρονους και μαζικούς αγώνες των δυνάμεων της εργασίας. Ο χαρακτήρας του εργατικού δικαίου αλλοιώνεται και ένας σύγχρονος εργασιακός μεσαίωνας δημιουργείται με όχημα τη δήθεν αύξηση της ανταγωνιστικότητας και πρόσχημα τη διατήρηση των θέσεων εργασίας.
Οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης επεκτάθηκαν άναρχα και χωρίς κανόνες δημιουργώντας «φτωχούς εργαζομένους» των 300-400€. Οι πιο ακραίες μορφές εργασιακής ανασφάλειας και επισφάλειας, η ενοικίαση εργαζομένων και οι υπεργολαβίες, το «σύγχρονο δουλεμπόριο» δηλαδή, νομιμοποιήθηκαν και μονιμοποιήθηκαν με την αύξηση της διάρκειας απασχόλησης σε έμμεσο εργοδότη από 18 σε 36 μήνες. Τα «μπλοκάκια» συνεχώς αυξάνονται καθώς υιοθετούνται από τους εργοδότες ως «καλή» και νομότυπη πρακτική αποφυγής των ασφαλιστικών εισφορών. Οι απολύσεις απελευθερώθηκαν στην πράξη και το ποσό της αποζημίωσης είτε μειώθηκε μέσα από τη μείωση του χρόνου προειδοποίησης είτε εξαλείφθηκε με τη θεσμοθέτηση δοκιμαστικής περιόδου διάρκειας ενός έτους. Οι μειώσεις μισθών και αμοιβών των υπερωριών ακόμα και στους μερικώς απασχολούμενους, η κατάργηση δώρων και επιδομάτων σε συνδυασμό με την εκτεταμένη χρήση της δυνατότητας εφαρμογής εκ περιτροπής εργασίας από τις επιχειρήσεις για διάστημα έως και 9 μήνες καθώς και μετατροπής (ακόμη και μονομερώς) των συμβάσεων πλήρους σε μερικής απασχόλησης διαμορφώνουν τις προϋποθέσεις για τη μεγαλύτερη αναδιανομή πλούτου σε βάρος του κόσμου της εργασίας. Ο «παροπλισμός» του ΟΜΕΔ και η ωμή παρέμβαση στο σύστημα των συλλογικών διαπραγματεύσεων με τη δυνατότητα υπερίσχυσης της «ειδικής επιχειρησιακής σύμβασης» που προβλέπει δυσμενέστερους όρους έναντι της κλαδικής συρρικνώνουν κάθε εργασιακή προστασία..
Στην πρόσφατη επίσκεψή της στην Αθήνα, η τρόικα ζήτησε την κατάργηση των κλαδικών συμβάσεων και την υπογραφή ειδικών επιχειρησιακών χωρίς όρους και προϋποθέσεις. Μια τέτοια εξέλιξη θα αποτελέσει θρυαλλίδα στο σύστημα των συλλογικών διαπραγματεύσεων «παραδίδοντας» μισθούς, θεσμικά δικαιώματα και συνθήκες εργασίας στις ανεξέλεγκτες διακυμάνσεις της προσφοράς και της ζήτησης, ανοίγοντας ταυτόχρονα διάπλατα την «πόρτα» για την επικράτηση των ατομικών συμβάσεων και τη δημιουργία ενός φθηνού και πολλαπλών ταχυτήτων εργατικού δυναμικού «α λα καρτ».
Σε οικονομίες, όπως η ελληνική, η οποία στηρίζεται στη μικρή και μεσαία επιχειρηματικότητα, οι κλαδικές συμβάσεις αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για τη διαφύλαξη της κοινωνικής συνεννόησης και της εργασιακής ειρήνης, τη διασφάλιση της απασχόλησης, του εισοδήματος των εργαζομένων αλλά και της υγιούς λειτουργίας της αγοράς με την αποτροπή πρακτικών αθέμιτου ανταγωνισμού μέσα από λογικές αναίτιας συρρίκνωσης του εργασιακού κόστους, βλαπτικές μεταβολές και περιστολές συνδικαλιστικών ελευθεριών. Σε αυτό το πλαίσιο απαιτούμε την επέκταση και την άμεση κήρυξη ως υποχρεωτικών όλων των κλαδικών συμβάσεων για τις οποίες έχει γνωμοδοτήσει θετικά το Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας (ΑΣΕ).
Ταυτόχρονα διεκδικούμε:
• Την κατάργηση όλων των αντεργατικών νόμων από την υπογραφή του Μνημονίου και μετά που μετατρέπουν την αγορά εργασίας σε ζούγκλα.
• Την προστασία και στήριξη του θεσμού των ελεύθερων Συλλογικών Διαπραγματεύσεων.
• Την αποτελεσματική διασύνδεση των ευέλικτων μορφών εργασίας με την κατάρτιση στο πλαίσιο της προώθησης της πλήρους και σταθερής απασχόλησης. Οι ευέλικτες μορφές εργασίας –όσο υπάρχουν– θα πρέπει να αποτελούν ένα μεταβατικό στάδιο προς την πλήρη και σταθερή απασχόληση και να μην χρησιμοποιούνται μόνο ως ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των επιχειρήσεων.
• Τη δημιουργία ενός θεσμικού πλαισίου ενίσχυσης της «ασφάλειας» στην εργασία, στην κατεύθυνση της κατοχύρωσης κεκτημένων εργασιακών δικαιωμάτων
• Την πλήρη και αυστηρή εφαρμογή των κανόνων υγιεινής και ασφάλειας των εργαζομένων στους χώρους δουλειάς, καθώς και τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας μέσω τεχνικών και άλλων οργανωτικών μέτρων.
• Την ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών που θα επιβάλλουν σοβαρές κυρώσεις στους εργοδότες ώστε να περιορισθούν τα φαινόμενα της μαύρης εργασίας και της παράνομης «ευελιξίας».
• Την κατάργηση των εργολαβικών αναθέσεων στον δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα.
Δύο σχεδόν χρόνια μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από το ΠΑΣΟΚ, η οικονομία βρίσκεται εκτός στόχων και η κοινωνία εκτός ορίων. Οι θυσίες των ελλήνων πολιτών δεν πιάνουν τόπο, καθώς η κυβέρνηση συνεχίζει να επενδύει στο «λάθος» και να οδηγεί σε έναν πρωτοφανή δημοσιονομικό και κοινωνικό εκτροχιασμό.
Η επιχειρούμενη δημοσιονομική εξυγίανση συνδέθηκε με την κατάρρευση του κοινωνικού κράτους και την ασφυξία της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, η δήθεν «σωτηρία» της Ελλάδας ταυτίστηκε με τον οικονομικό αφανισμό μισθωτών και συνταξιούχων, την ώρα που στο όνομα της ανταγωνιστικότητας πραγματοποιείται η πιο βίαιη ανατροπή κεκτημένων εργασιακών δικαιωμάτων και ελευθεριών από τη Μεταπολίτευση και μετά.
Όπως διδάσκει και η Παγκόσμια οικονομική ιστορία σε περιόδους κρίσης, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το «κραχ» του 1929, οι ηγέτες των κρατών διαχειρίστηκαν την ύφεση αναζητώντας την άνοδο της οικονομίας μέσα από παρεμβάσεις ρύθμισης της αγοράς, στήριξης των εισοδημάτων και της κατανάλωσης.
Οι όποιες μεταρρυθμίσεις, όμως, στην Ελλάδα βρίσκονται σε αντίθετη κατεύθυνση και κινούνται στη βάση περιοριστικών πολιτικών και λογικών πλήρους απορρύθμισης. Εξαντλούνται στην εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας, στην εκποίηση της κρατικής περιουσίας και στο βίαιο «ξεπούλημα» –σε τιμή ευκαιρίας– των «ασημικών», αποκλειστικά και μόνο για να ικανοποιηθούν οι παράλογες απαιτήσεις των διεθνών τοκογλύφων. Κερδοφόρες κρατικές επιχειρήσεις με παραγωγικές υποδομές και δυνατότητες να καταστούν ατμομηχανή ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας «βγαίνουν στο σφυρί» σε μια περίοδο χαμηλών αποτιμήσεων, που η χρηματιστηριακή τους αξία δεν ξεπερνά ούτε το 60% της πραγματικής. Ενδεχόμενη πώλησή τους θα στερήσει σημαντικά έσοδα από τα κρατικά ταμεία και θα αποτελέσει την «ταφόπλακα» σε κάθε προοπτική ανάπτυξης δημιουργώντας ένα κράτος χωρίς περιουσία, ένα κράτος «φάντασμα».
Η εξέλιξη όλων των οικονομικών και κοινωνικών δεικτών αποδεικνύει με τον πιο απόλυτο και σαφή τρόπο πως το «Μνημόνιο» είναι η λάθος συνταγή. Η αποτυχημένη πολιτική εσωτερικής υποτίμησης βαθαίνει την ύφεση –θα ξεπεράσει το 5%–, πολλαπλασιάζει τα «λουκέτα» στην αγορά και δημιουργεί στρατιές ανέργων. Η συνειδητή επιλογή της κυβέρνησης για τη μετατροπή της Ελλάδας σε χώρα φθηνού εργασιακού κόστους με την πλήρη ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας και την εγκαθίδρυση ενός σύγχρονου εργασιακού και κοινωνικού μεσαίωνα όχι μόνο δεν κατάφερε να συγκρατήσει την απασχόληση αλλά αντίθετα πολλαπλασίασε τις αρνητικές συνέπειες της κρίσης στην πραγματική οικονομία, με τις συνεχείς παλινωδίες στη φορολογική πολιτική να αποτρέπουν κάθε αξιόλογο επενδυτικό ενδιαφέρον.
Η μερική απασχόληση γίνεται κανόνας για να βρει κάποιος δουλειά και η εκ περιτροπής εργασία ή οι διαθεσιμότητες αναγκαία συνθήκη για να τη διατηρήσει. Το «μπλοκάκι» καθιερώνεται ως ο πιο ενδεδειγμένος τρόπος «νόμιμης» αποφυγής των εργοδοτικών εισφορών, την ώρα που η μετατροπή των συμβάσεων πλήρους σε μερικής απασχόλησης εξαπλώνονται με ανησυχητικές διαστάσεις.
Οι μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις σε συνδυασμό με τις διαδοχικές αυξήσεις στους έμμεσους φόρους υποβαθμίζουν δραστικά το επίπεδο διαβίωσης των ελληνικών νοικοκυριών. Η αγοραστική τους δύναμη συρρικνώνεται εντείνοντας φαινόμενα υπερχρέωσης και φτώχειας, την ώρα που η ανεργία προσεγγίζει τα εκρηκτικά επίπεδα του 17% και κάθε ελληνική οικογένεια μετρά τουλάχιστον έναν άνεργο. Η μείωση της κατανάλωσης εξαντλεί τη στεγνή από ρευστότητα αγορά δημιουργώντας νέα απώλεια πόρων για τα κρατικά ταμεία, ενώ σημαντική υστέρηση εσόδων εμφανίζει και το Ασφαλιστικό Σύστημα, από τη ραγδαία αύξηση της ανεργίας και τον μετασχηματισμό της αγοράς εργασίας προς την ευελιξία, γεγονός που υπονομεύει τόσο τον δημόσιο και αναδιανεμητικό του χαρακτήρα όσο και την κοινωνική του επάρκεια αλλά και βιωσιμότητα.
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ δεν διαθέτει καμία δημοκρατική και κοινωνική νομιμοποίηση για τις αποφάσεις που λαμβάνει και τις «συμφωνίες» που υπογράφει στις «πλάτες» του ελληνικού λαού. Όσο ακολουθεί συστηματικά την πολιτική εξόντωσης των εργαζομένων και των συνταξιούχων, η κοινωνία θα βρίσκεται απέναντί της. Οι «επιθέσεις» συναίνεσης που κατά καιρούς πραγματοποιεί πρέπει να πέσουν στο κενό. Άλλωστε όσοι συναινέσουν σε κάτι που έχουν αποκαλέσει επανειλημμένα ως «καταστροφή της χώρας» γίνονται αυτόματα συνένοχοι και μπαίνουν στο «κάδρο». «Πρόθυμοι» και «εξαπτέρυγα» που κρύβουν τις φιλοδοξίες τους πίσω από υποκριτικές επικλήσεις ρεαλισμού και «εξάρσεις» υπευθυνότητας υπάρχουν σε όλους σχεδόν τους πολιτικούς χώρους, δεν είναι, όμως, τίποτα άλλο παρά ισχνές μειοψηφίες, που στη δημοκρατία οφείλουν να συνταχθούν με τη γνώμη της πλειοψηφίας…
Το Συνδικαλιστικό Κίνημα στο σύνολό του με συνέπεια στον ταξικό του προσανατολισμό πρέπει να βρεθεί στην πρώτη γραμμή ενός ισχυρού μετώπου ανατροπής της ακολουθούμενης πολιτικής που καταδικάζει σε χρεοκοπία την κοινωνία και την πραγματική οικονομία. Μέσα από νέες μορφές δράσεις και οργανωτικής (ανα)συγκρότησης να ενισχύσει την αξιοπιστία του και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για τη μαζικότερη συμμετοχή και τη δυναμικότερη εκπροσώπηση των εργαζομένων.
Η ΔΑΚΕ Ι.Τ. με αίσθημα ευθύνης απέναντι στους εργαζόμενους όλης της χώρας που δοκιμάζονται από την ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική του ΠΑΣΟΚ, με συνέχεια και συνέπεια, πέρα και έξω από λογικές παραταξιακών ή κομματικών σκοπιμοτήτων και μακριά από επικίνδυνους λαϊκισμούς, καταθέτει στο πλαίσιο της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης μια σειρά τεκμηριωμένων προτάσεων-λύσεων για τα προβλήματα που κλήθηκε να αντιμετωπίσει η ελληνική κοινωνία και οικονομία τους τελευταίους έξι μήνες.
Με αγωνιστικούς χαιρετισμούς
Νίκος Κιουτσούκης
Πρόεδρος ΔΑΚΕ Ι.Τ. & Γεν. Γραμματέας ΓΣΕΕ
Πρόεδρος ΔΑΚΕ Ι.Τ. & Γεν. Γραμματέας ΓΣΕΕ
Επιχειρήσεις Κοινής Ωφέλειας (πρώην ΔΕΚΟ)
Ένας από τους βασικότερους κανόνες και όρους της αγοράς, μια θεμελιώδης αρχή της οικονομικής επιστήμης υποστηρίζει ότι «στα χαμηλά δεν πουλάς αλλά αγοράζεις». Αυτήν την ορθολογική συμπεριφορά, άλλωστε, ακολούθησαν και ακολουθούν όλες οι αναπτυγμένες χώρες σε περιόδους οικονομικής ύφεσης.
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ενάντια στο εθνικό και κοινωνικό συμφέρον, με μοναδικό στόχο την εξυπηρέτηση των ληστρικών απαιτήσεων των διεθνών τοκογλύφων, προχωρά με διαδικασίες «Fast Track» σε ένα γενικό «ξεπούλημα» της δημόσιας περιουσίας και των φυσικών πόρων, την ώρα που ακόμη και οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας δεν θα συναινούσαν ποτέ σε «ιδιωτικοποιήσεις με προκαθορισμένα χρονοδιαγράμματα».
Μέσα σε ένα κλίμα εισπρακτικού πανικού και πρωτοφανούς διολίσθησης του Χρηματιστηρίου Αθηνών, με τη χρηματιστηριακή τους αξία να βρίσκεται τουλάχιστον 60% χαμηλότερα από την πραγματική, επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, δημόσιοι οργανισμοί και βιομηχανίες μείζονος εθνικής, κοινωνικής και αναπτυξιακής σημασίας «βγαίνουν στο σφυρί», με την τιμή πώλησής τους να μην ξεπερνά ούτε το 1/10 της αξίας των υποδομών τους αλλά ούτε καν την κερδοφορία των επόμενων 2-3 ετών.
Κοινωνικά αγαθά βαπτίζονται «εν μια νυκτί» εμπορεύματα, με μια ενδεχόμενη εκποίηση της παραγωγικής βάσης της χώρας να ενταφιάζει κάθε αναπτυξιακό όραμα, να υπονομεύει κάθε προοπτική ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, δημιουργώντας ένα κράτος χωρίς περιουσία, ένα κράτος «φάντασμα».
Η ΔΑΚΕ Ι.Τ. αντιτίθεται σε κάθε λογική βίαιων και μαζικών αποκρατικοποιήσεων, προτείνοντας ένα σχέδιο διαχείρισης των κρατικών επιχειρήσεων -συγκεκριμενοποίηση για κάθε ΔΕΚΟ χωριστά - σε 2 άξονες και με βασικές προϋποθέσεις:
τη μεγιστοποίηση των παραγωγικών τους δυνατοτήτων και των εσόδων του κράτους από αυτές,
την αναζήτηση στρατηγικών συμμαχιών για την ενίσχυση της εξωστρέφειας, του εξαγώγιμου προσανατολισμού και της θέσης τους στον διεθνή ανταγωνισμό,
Παράλληλα πρέπει να διασφαλίζεται:
η αναβάθμιση του κοινωνικού τους ρόλου,
η διασφάλιση των υφιστάμενων θέσεων εργασίας και των εργασιακών δικαιωμάτων,
ο εκσυγχρονισμός της λειτουργίας τους,
η αποκατάσταση της αξιοκρατίας μέσα από σύγχρονα οργανογράμματα
η απόλυτη διαφάνεια στο καθεστώς προμηθειών,
η περικοπή προκλητικών αμοιβών και προνομίων ορισμένων μεγαλοστελεχών,
ετήσια αξιολόγηση και λογοδοσία των διορισμένων «μάνατζερς», διοικητών, προέδρων και διευθύνοντων συμβούλων για τα πεπραγμένα τους.
Συγκεκριμένα και με βάση τους παραπάνω άξονες προτείνεται :
1. Δημόσιος χαρακτήρας και έλεγχος:
Σε Επιχειρήσεις που παρέχουν κοινωνικά αγαθά (π.χ. ενέργεια, νερό, τηλεπικοινωνίες, μεταφορές) ώστε να διαδραματίσουν έναν πολύπλευρο αναπτυξιακό και κοινωνικό ρόλο αφενός με τη διαμόρφωση ενός υγιούς και ελκυστικού επενδυτικού περιβάλλοντος και όχι στη λογική συρρίκνωσης του εργασιακού κόστους και αφετέρου με την ενίσχυση της περιφερειακής και κοινωνικής συνοχής μέσω της παροχής των υπηρεσιών τους σε όλη την ελληνική επικράτεια, την ειδική τιμολογιακή πολιτική αλλά και τη διασύνδεση κάθε απομακρυσμένης ορεινής και νησιωτικής γωνιάς της χώρας με τα μεγάλα αστικά κέντρα.
Σε κερδοφόρους οργανισμούς και βιομηχανίες που μπορούν χρησιμοποιηθούν ως ατμομηχανή ανάπτυξης και δημιουργίας νέων και μακροπρόθεσμα βιώσιμων θέσεων εργασίας.
Σε επιχειρήσεις που παρεμβαίνουν στη λειτουργία της αγοράς διασφαλίζοντας την καταναλωτική προστασία από πρακτικές καρτέλ και την πρόσβαση των πολιτών σε αγαθά πρώτης ανάγκης.
Σε επιχειρήσεις υψίστης εθνικής συμμαχίας (όπως η αμυντική βιομηχανία) καθώς και σε επιχειρήσεις που σχετίζονται με την προώθηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας με στόχο την αναζήτηση διεθνών συνεργασιών, προκειμένου να αποκτηθεί η απαραίτητη τεχνογνωσία για τη συμμετοχή τους τόσο σε εγχώριες, όσο και διεθνείς κοινοπραξίες ώστε να επιτευχθεί μια υγιής και διατηρήσιμη μεγέθυνση του κύκλου εργασιών τους και κατ’ επέκταση η βιωσιμότητά τους.
Σε ένα ισχυρό τραπεζικό πυλώνα (Εθνική Τράπεζα, Αγροτική, Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων) που να εγγυάται την υλοποίηση των κοινωνικών (διασύνδεση με Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας & Οργανισμός Εργατικής Εστίας) και αναπτυξιακών σκοπών του κράτους, την αναβάθμιση των τραπεζικών και επενδυτικών υπηρεσιών, τη χρηματοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και των νέων επιχειρηματιών, τη ρύθμιση των επιτοκίων και την προστασία των δανειοληπτών από ψιλά γράμματα, καταχρηστικούς όρους και πρακτικές.
2. Ιδιωτικοποιήσεις-Συγχωνεύσεις
Αναμφίβολα υπάρχουν δημόσιες επιχειρήσεις που δεν έχουν πλέον μείζονα κοινωνική και οικονομική σημασία-ωφέλεια και παρουσιάζουν τέτοια ελλείμματα που δεν τους επιτρέπουν να εξυγιάνουν τη λειτουργία τους και να επαναπροσανατολίσουν το αντικείμενο τους, ώστε να (επαν)ενταχθούν επιτυχώς στον ανταγωνισμό. Σε αυτές τις περιπτώσεις προκρίνεται η λύση ή της συγχώνευσης με άλλους φορείς ή της ιδιωτικοποίησης με βασικό κριτήριο όχι μόνο τη συμφερότερη οικονομική προσφορά αλλά και την αξιολόγηση ενός πενταετούς επιχειρησιακού και κοινωνικού σχεδίου, που θα περιγράφει με σαφήνεια τις προθέσεις των επενδυτών για την αναδιάρθρωση της επιχείρησης, τη συμμετοχή της σε έργα και δραστηριότητες που δημιουργούν προοπτική βιωσιμότητας και ανάπτυξης με παράλληλη διασφάλιση θέσεων εργασίας και δικαιωμάτων των εργαζομένων.
Συγχωνεύσεις φορέων του Δημοσίου – «Εργασιακή Εφεδρεία»
Οι εργαζόμενοι της χώρας επιζητούν και αντιλαμβάνονται περισσότερο από τον καθένα την ανάγκη εκσυγχρονισμού της Δημόσιας Διοίκησης. Αυτοί άλλωστε, ως τα κύρια φορολογικά υποζύγια, ήταν και συνεχίζουν να είναι οι βασικοί της χρηματοδότες. Αυτοί πλήρωσαν και πληρώνουν την ανεξέλεγκτη «κομματικοποίηση» του κράτους στο πλαίσιο ρουσφετολογικών αντιλήψεων. Αυτοί βλέπουν τις θυσίες τους να μην πιάνουν τόπο και να εξανεμίζονται.
Εμείς πιστεύουμε στη δημιουργία ενός λειτουργικού, αποτελεσματικού και παραγωγικού κράτους που να ανταποκρίνεται στις προκλήσεις κάθε εποχής. Σε έναν αναπτυξιακό καταμερισμό αρμοδιοτήτων και ρόλων, χωρίς σπατάλες, στρατιές συμβούλων και αργομισθίες, χωρίς πλειάδα διορισμένων Δ.Σ., γραφειοκρατία και υπέρογκες αμοιβές, χωρίς προκλητικές νοοτροπίες και συμπεριφορές. Πρώτοι εμείς θα στηρίξουμε τη μετεξέλιξη του κράτους σε ατμομηχανή ανάπτυξης, σε εγγυητή της κοινωνικής συνοχής και ευημερίας, με αναβαθμισμένες υπηρεσίες για κάθε έλληνα εργαζόμενο, για κάθε πολίτη και μικρομεσαίο επιχειρηματία. Πρώτοι εμείς μιλήσαμε για την καταπολέμηση της διαφθοράς και της διαπλοκής. Καταγγείλαμε τη διασπάθιση δημόσιου χρήματος και τους διορισμούς ακριβοπληρωμένων μάνατζερς, που με τις αποφάσεις τους και μια σειρά αποτυχημένων επενδύσεων μετέτρεψαν υγιείς οργανισμούς σε ζημιογόνες επιχειρήσεις χωρίς αντικείμενο. Πρώτοι εμείς συμφωνήσαμε στην περιστολή των προνομίων των «τσιφλικάδων», αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα επιτρέψουμε να μας μετατρέψουν σε «κολίγους». Επισημάναμε την ανάγκη σύστασης ενός «κρατικού κορβανά», όπου οι περικοπές στους μισθούς και τις συντάξεις θα αξιοποιούνται για τη στήριξη των χαμηλόμισθων και κυρίως των ανέργων, μέσα από ενεργητικές και παθητικές πολιτικές απασχόλησης, με εισοδηματική ενίσχυση, προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης και επιδότησης της απασχόλησης.
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ επιχειρεί την αναδιοργάνωση της Δημόσιας Διοίκησης στο πλαίσιο της αποτυχημένης συνταγής του Μνημονίου. Με τυφλές συγχωνεύσεις και άκριτες καταργήσεις φορέων, οριζόντιες μειώσεις σε μισθούς, συντάξεις, κοινωνικά επιδόματα και εφάπαξ. Για να «νομιμοποιήσουν» τις πολιτικές τους προσπάθησαν να στρέψουν τον κοινωνικό αυτοματισμό ενάντια στους υπαλλήλους του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα, στοχοποιώντας ανθρώπους που «δεν τα φάγανε μαζί» τους. Άνοιξαν διάπλατα την «κερκόπορτα» των απολύσεων και των δυσμενών μετατάξεων, προκειμένου να δημιουργήσουν ένα νέο καθεστώς ομηρίας για χιλιάδες εργαζόμενους.
Στις κυβερνητικές εξαγγελίες για καταργήσεις και περικοπές δημοσίων οργανισμών περιλαμβάνονται ερευνητικά κέντρα, την ώρα που η επένδυση στην έρευνα και η διασύνδεσή της με την παραγωγική δραστηριότητα πρέπει να αποτελέσει το βασικό αναπτυξιακό μοντέλο της χώρα μας. Παράλληλα καταργούνται φορείς άσκησης κοινωνικής πολιτικής, που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως αντιστάθμισμα στα μέτρα που οδηγούν στη φτώχεια, καθώς και φορείς αξιοποίησης των συγκριτικών μας πλεονεκτημάτων. Σε αυτήν την κατεύθυνση καλούμε την κυβέρνηση, έστω και τώρα, να ξεκινήσει έναν ευρύ διάλογο με τους κοινωνικούς εταίρους, τους εκπροσώπους των παραγωγικών τάξεων, αλλά και εξειδικευμένους επιστήμονες, προκειμένου να διαμορφωθεί ένα δημοσιονομικά αποτελεσματικό και κοινωνικά αποδεκτό σχέδιο συγχωνεύσεων. Ένα σχέδιο που θα συμβάλλει στον πραγματικό εξορθολογισμό του δημοσίου τομέα, αξιοποιώντας το σύνολο του εργατικού δυναμικού.
Εργασιακή Εφεδρεία
Ο ισχυρισμός περί υπέρογκου αριθμού δημοσίων υπαλλήλων είναι εντελώς έωλος και μοιάζει περισσότερο με αστικό μύθο. Η χώρα μας σύμφωνα με σχετική «Έκθεση Ανταγωνιστικότητας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής» τοποθετείται σταθερά στη 14η θέση σε σύνολο 17 ευρωπαϊκών κρατών, με το ποσοστό των εργαζόμενων στο δημόσιο τομέα σε σχέση με το σύνολο του εργατικού δυναμικού να αγγίζει το 11.4% ενώ η μισθολογική δαπάνη βρίσκεται κάτω από τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο όρο. (Αξίζει να σημειωθεί πως οι εργαζόμενοι στις ένοπλες δυνάμεις υπολογίζονται σε 177.000) Αυτό αποδεικνύει πως το πρόβλημα όσον αφορά το ανθρώπινο δυναμικό του δημοσίου τομέα πρέπει να αναζητηθεί στη λανθασμένη κατανομή των ανθρωπίνων πόρων και όχι στον «υπερπληθυσμό». Οι ελλείψεις που συναντώνται, άλλωστε, σε πολλούς τομείς της δημόσιας διοίκησης επιβεβαιώνουν με τον πιο απόλυτο και σαφή τρόπο την παραπάνω θέση.
Σε πρώτο επίπεδο, λοιπόν, και με απόλυτη αξιοκρατία πρέπει να πραγματοποιηθεί μια σοβαρή αποτύπωση του αριθμού των ατόμων και των ειδικοτήτων που χρειάζεται κάθε κρατική υπηρεσία, προκειμένου να λειτουργήσει παραγωγικά και προς όφελος των ελλήνων πολιτών.
Σε αυτήν την κατεύθυνση πρέπει να χρησιμοποιηθεί και η εργασιακή εφεδρεία, όχι ως μέσο απολύσεων ή τιμωρίας των εργαζομένων, αλλά ως εργαλείο κατάρτισης και επανακατάρτισης του προσωπικού, ώστε σε εύλογο χρονικό διάστημα να καλυφθούν συγκεκριμένες ανάγκες απορροφώντας το σύνολο των εργαζομένων που βρίσκονται σε εργασιακή εφεδρεία και να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα της κρατικής μηχανής.
Κομβικό ρόλο σε ένα δυναμικό πρόγραμμα εργασιακής εφεδρείας οφείλει να διαδραματίσει η επαναχάραξη/επανασχεδιασμός του ΕΣΠΑ και η μεγιστοποίηση της απορροφητικότητας των κοινοτικών κονδυλίων. Τα προγράμματα του ΕΣΠΑ, πολλά από τα οποία κυριολεκτικά «λιμνάζουν», αρχικά σχεδιάστηκαν πριν την κρίση και δεν ανταποκρίνονται στις παρούσες ανάγκες της κοινωνίας και της οικονομίας. Για τον λόγο αυτό απαιτείται ο επανασχεδιασμός τους με περισσότερο στοχευμένο τρόπο, προσδίδοντας άμεσα αποτελέσματα στην ελληνική κοινωνία και οικονομία.
Η επανακατεύθυνση μέρους των πόρων του ΕΣΠΑ προς όφελος των εργαζομένων που στην ουσία η κυβέρνηση έχει ως πρωταρχικό στόχο να απολύσει οδηγώντας τους στην ανεργία χωρίς καμία προοπτική ανάπτυξης και αποκατάστασης, θα πρέπει να αποτελεί απόλυτη προτεραιότητα και η κυβέρνηση οφείλει να εξαντλήσει τα περιθώρια προς την συγκεκριμένη κατεύθυνση.
Η ΔΑΚΕ Ι.Τ. προτείνει στο πλαίσιο της εργασιακής εφεδρείας τη διενέργεια επιδοτούμενων προγραμμάτων επανακατάρτισης προσωπικού, μονοετούς ή διετούς διάρκειας ανάλογα με τις ιδιαίτερες απαιτήσεις των νέων ειδικοτήτων-θέσεων που θα κληθούν να υπηρετήσουν. Το 30% του μισθού των εργαζομένων θα καλύπτεται από ευρωπαϊκούς πόρους, με το κράτος να καταβάλει το υπόλοιπο 70%. Με αυτό τον τρόπο δεν θα επιβαρυνθεί το κράτος με το δυσβάσταχτο κόστος των αποζημιώσεων, του επιδόματος ανεργίας αλλά και τις απώλειες εσόδων από ασφαλιστικές εισφορές και φόρο εισοδήματος, ενώ παράλληλα θα ανασχεθούν οι ενδεχόμενες πολλαπλασιαστικές συνέπειες μιας περαιτέρω αύξησης της ανεργίας στην πραγματική οικονομία. Ταυτόχρονα θα δημιουργηθεί ένα καταρτισμένο προσωπικό ικανό να αναβαθμίσει τη λειτουργία και την παραγωγικότητα των δημοσίων υπηρεσιών.
Ασφαλιστικό Σύστημα – Βαρέα και Ανθυγιεινά Επαγγέλματα
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ δεν σεβάστηκε ούτε τη μεγαλύτερη κοινωνική κατάκτηση του 20ου αιώνα, το Δημόσιο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης. Η κατάργηση της τριμερούς χρηματοδότησης με την απόσυρση του κράτους από τη συγχρηματοδότηση του Ασφαλιστικού Συστήματος (αφού εγγυάται μόνο τη βασική σύνταξη που είναι προνοιακού και όχι ανταποδοτικού χαρακτήρα), οι αυξήσεις ορίων ηλικίας, οι μειώσεις των συντάξεων τόσο με την κατάργηση των «δώρων» όσο και με τον νέο τρόπο υπολογισμού της σύνταξης, καθώς και η διασύνδεση του ύψους ή ακόμα και της καταβολής των επικουρικών συντάξεων με την βιωσιμότητα του εκάστοτε Ταμείου αποδομούν τον δημόσιο, αλληλέγγυο και αναδιανεμητικό χαρακτήρα του συστήματος. Ο κοινωνικός και αναπτυξιακός του ρόλος υπονομεύεται με δυσμενείς συνέπειες για την κοινωνική συνοχή και την πραγματική οικονομία.
Στο πλαίσιο της λογικής της κατεδάφισης της κοινωνικής ασφάλισης και των «συντάξεων πείνας», με μοναδικό κριτήριο τη δέσμευση του Μεσοπρόθεσμου για περιορισμό των εργαζομένων που υπάγονται στα ΒΑΕ σε ποσοστό 10% επί του συνόλου του εργατικού δυναμικού και με στόχο την περαιτέρω μείωση του εργασιακού κόστους διαμορφώνεται και η νέα «μνημονιακή» λίστα των Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων.
Την ώρα που δημοσιεύονται συνεχώς διεθνείς επιστημονικές μελέτες για νέους επαγγελματικούς κινδύνους, ασθένειες αλλά και άλλες αιτίες πρώιμης φθοράς της υγείας των εργαζομένων σε μια σειρά από κλάδους, εργασιακούς χώρους και ειδικότητες, η κυβέρνηση αντιμετωπίζει αυτό το ευαίσθητο ζήτημα με έναν αυθαίρετο και αντιεπιστημονικό τρόπο, με μια στυγνή αριθμοκεντρική και κοινωνικά ανάλγητη λογική. Η νέα λίστα των ΒΑΕ αποκλείει περισσότερους από 200.000 εργαζόμενους από το ειδικό αυτό καθεστώς, αν λάβει κανείς υπόψη του και την τεράστια ανεργία που υπάρχει τη δεδομένη χρονική συγκυρία σε πολλά από τα επαγγέλματα που θα αποχαρακτηριστούν, στερώντας παράλληλα σημαντικούς πόρους από τα Ασφαλιστικά Ταμεία.
Το Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης θα πρέπει να προσεγγισθεί με αναπτυξιακή λογική σε ευθεία σχέση με την αύξηση της απασχόλησης, την αναδιοργάνωση και τον εξορθολογισμό της λειτουργίας του ΕΣΥ, την πάταξη της εισφοροδιαφυγής και την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας. Η σύσταση και εμπέδωση ενός δίκαιου και βιώσιμου Ασφαλιστικού Συστήματος με αξιοπρεπείς συντάξεις για τους απόμαχους της εργασίας συνιστά ένα κορυφαίο κοινωνικό και οικονομικό στοίχημα.
Πιστεύουμε σε ένα δίκαιο και δημόσιο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης, που ο αναδιανεμητικός του χαρακτήρας αποτελεί για εμάς έννοια αδιαπραγμάτευτη.
Διεκδικούμε:
• Τριμερή χρηματοδότηση του Ασφαλιστικού Συστήματος, με αναλογία 2/9 εργαζόμενοι, 3/9 κράτος, 4/9 εργοδότες.
• Θεσμοθέτηση ελάχιστης εγγυημένης σύνταξης που θα διασφαλίζει στους δικαιούχους της ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης.
• Επανακατάρτιση της λίστας των ΒΑΕ σύμφωνα με τις σχετικές αποφάσεις του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας και τεκμηριωμένα επιστημονικά πορίσματα-γνωματεύσεις.
• Δημιουργία Επιτροπής Επαγγελματικού Κινδύνου.
• Κωδικοποίηση της ασφαλιστικής νομοθεσίας.
• Επιστροφή από το κράτος μέρους των χρημάτων που έχουν χαθεί με τις εφαρμοζόμενες αποτυχημένες πολιτικές όλων των προηγούμενων Κυβερνήσεων.
• Καθολική πρόσβαση στην επικουρική ασφάλιση.
• Αξιοποίηση των αποθεματικών των Ασφαλιστικών Ταμείων, με στόχο τη μεγιστοποίηση της απόδοσης των χρημάτων των εργαζομένων σε συνθήκες απόλυτης διαφάνειας.
• Πάταξη της εισφοροδιαφυγής και της μαύρης-αδήλωτης εργασίας
• Εξορθολογισμό του συστήματος απονομής πρόωρων και αναπηρικών συντάξεων και «νοικοκύρεμα» των οικονομικών των Ταμείων και των κλάδων υγείας.
• Συγκεκριμενοποίηση του καθεστώτος ένταξης των μεταναστών στο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης.
• Αλλαγή της σύνθεσης των Δ.Σ. των Ταμείων με τριμερή συμμετοχή και χωρίς πλειοψηφία του κράτους.
• Δημιουργία «Ειδικού Ταμείου Χρηματοδότησης του Ασφαλιστικού Συστήματος», μέσα από τη δέσμευση πόρων από τα ακαθάριστα έσοδα του ΟΠΑΠ, των καζίνο και των επιχειρήσεων.
Διεκδικούμε ένα Ασφαλιστικό Σύστημα, που να εμπνέει εμπιστοσύνη στους πολίτες, να αντιμετωπίζει τις υπάρχουσες στρεβλώσεις, να παρέχει ασφάλεια στους εργαζόμενους και τους συνταξιούχους, να ενδυναμώνει την κοινωνική προστασία και να εγγυάται την αλληλεγγύη των γενεών.
Φορολογική Πολιτική
Η κυβέρνηση συνεχίζει την αναποτελεσματική προσπάθειά της για αναζήτηση εσόδων μέσα από την εξοντωτική υπερφορολόγηση των νοικοκυριών και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων με καταστροφικές συνέπειες για την κοινωνία και την πραγματική οικονομία. Οι διαδοχικές αυξήσεις στο ΦΠΑ και τους έμμεσους φόρους, η επιβολή Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης στο πετρέλαιο θέρμανσης και το φυσικό αέριο, η «μονιμοποίηση» των έκτακτων εισφορών και οι συνεχείς αυξήσεις των φορολογικών συντελεστών οδηγούν σε έντονες πληθωριστικές πιέσεις, μειώνουν ακόμη περισσότερο το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών συρρικνώνοντας την καταναλωτική τους δύναμη, «βαθαίνουν» την ύφεση πολλαπλασιάζοντας τα «λουκέτα» στην αγορά και τους ανέργους στις «ουρές του ΟΑΕΔ». Η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων πλήττεται σημαντικά, η φοροδιαφυγή αυξάνεται, τα έσοδα του κράτους μειώνονται αντί να αυξηθούν, με το ασταθές φορολογικό καθεστώς να αποτρέπει κάθε σοβαρό επενδυτικό ενδιαφέρον.
Το Φορολογικό Σύστημα αποτελεί τη βασική εισπρακτική πηγή εσόδων για κάθε κράτος αλλά και ένα σημαντικό εργαλείο δημοσιονομικής και αναδιανεμητικής πολιτικής προς τους εισοδηματικά ασθενέστερους, που εγγυάται την ανάπτυξη, την κοινωνική συνοχή και ευημερία. Στην Ελλάδα, τα χαρακτηριστικά της φορολογικής πολιτικής είναι τέτοια, που καθιστούν τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους ως τα κύρια φορολογικά υποζύγια. Ο μεγαλύτερος όγκος του φορολογικού φορτίου κατανέμεται στα φυσικά πρόσωπα άνισα, εις βάρος των χαμηλών και των μεσαίων εισοδημάτων, οξύνοντας (αντί να αμβλύνει ως όφειλε) τις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες.
Τα έσοδα της χώρας από τους άμεσους και έμμεσους φόρους, ως ποσοστό του ΑΕΠ, είναι από τα χαμηλότερα στην Ε.Ε., γεγονός που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η εγχώρια δημοσιονομική ανισορροπία εντοπίζεται περισσότερο στο σκέλος των εσόδων παρά σε αυτό των δαπανών.
Ειδικότερα, τη βασική πηγή των κρατικών εσόδων αποτελούν οι έμμεσοι φόροι, ενώ τα έσοδα από τους άμεσους, ως ποσοστό του ΑΕΠ, παρουσιάζονται ως τα χαμηλότερα στην Ε.Ε., στοιχείο που φανερώνει τον κοινωνικά άδικο χαρακτήρα της φορολογικής πολιτικής στη χώρα μας και την αναγκαιότητα ύπαρξης μιας ριζικής μεταρρύθμισης στον τομέα αυτό. Συνεκτιμώντας, μάλιστα, και την καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών, παρατηρούμε τη συνεχή συρρίκνωση του πραγματικού εισοδήματος των μισθωτών, που αναπόφευκτα συνεπάγεται και τη σταδιακή υποβάθμιση του βιοτικού τους επιπέδου.
Η ΔΑΚΕ Ι.Τ. πιστεύει στη δημιουργία ενός αξιόπιστου, αναπτυξιακού και αναδιανεμητικού Φορολογικού Συστήματος ώστε οι εργαζόμενοι να πάψουν να αποτελούν τα «κορόιδα της φορολογίας». Ένα Σύστημα, μέσα στο οποίο θα εναρμονίζεται η σχέση ανάμεσα στη φοροδοτική ικανότητα και τη φορολογική επιβάρυνση, θα θεμελιώνεται η κοινωνική δικαιοσύνη και θα διαμορφώνονται συνθήκες οικονομικής και κοινωνικής αποτελεσματικότητας. Μόνο έτσι μπορεί πραγματικά να αναπτυχθεί η φορολογική συνείδηση των πολιτών, που συνιστά τη βασική προϋπόθεση για την επιτυχή λειτουργία της φορολογικής πολιτικής, και όχι μετατρέποντας τον εργαζόμενο σε «κυνηγό αποδείξεων».
Πιο συγκεκριμένα διεκδικούμε:
• Κατάργηση όλων των κοινωνικά άδικων μέτρων αύξησης της έμμεσης φορολογίας.
• Κατάργηση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στο πετρέλαιο θέρμανσης και το φυσικό αέριο.
• Μείωση του ΦΠΑ αρχικά κατά 4 μονάδες ο υψηλός και κατά 5 μονάδες ο χαμηλός.
• Άμεση ανάκληση της αύξησης του ΦΠΑ από 13% σε 23% στον κλάδο της εστίασης.
• Θεσμοθέτηση μιας ενιαίας προοδευτικά τιμαριθμοποιημένης κλίμακας.
• Καθιέρωση αφορολόγητου ορίου 12.000€ για μισθωτούς και συνταξιούχους χωρίς την προσκόμιση αποδείξεων.
• Διασύνδεση του ανώτατου αφορολόγητου ορίου για κάθε οικογένεια με βάση την κλίμακα ισοδυναμίας που χρησιμοποιείται από την Eurostat και την Ε.Ε., δηλαδή αύξηση κατά 6.000€ για κάθε ενήλικα που δεν αποκτά εισοδήματα και 3.600€ για κάθε ανήλικο παιδί. Με αυτόν τον τρόπο το αφορολόγητο όριο για μια τετραμελή οικογένεια ανέρχεται στα 25.200€.
• Καθιέρωση τεκμηρίων απόκτησης περιουσιακών στοιχείων και τεκμηρίων δαπανών διαβίωσης, προκειμένου να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά η φοροδιαφυγή και να ενδυναμωθεί σημαντικά η κοινωνική δικαιοσύνη και η αξιοπιστία του Φορολογικού Συστήματος.
• Φορολόγηση της κερδοφορίας των Τραπεζών και της υπεραξίας των κερδών από τις χρηματιστηριακές συναλλαγές.
• Φορολόγηση της καθαρής κερδοφορίας των 200-250 μεγάλων επιχειρήσεων της χώρας, που έχουν συσσωρεύσει τον εθνικό πλούτο.
• Θέσπιση φορολογικών κινήτρων για α) επαναπατριζόμενες βιομηχανικές και εμπορικές επιχειρήσεις, β) επιχειρήσεις, που συμβάλλουν στην απασχόληση, την προστασία του περιβάλλοντος, την έρευνα και την ανάπτυξη, και γ) σε επιχειρήσεις που στηρίζουν την τοπική αυτοδιοίκηση.
• Διατήρηση του καθεστώτος χαμηλής φορολογίας για νέους επιχειρηματίες. Μηδενική φορολόγηση στις 10 πρώτες περιοχές υψηλής ανεργίας και αποεπένδυσης.
• Αύξηση του αφορολόγητου ορίου σε γονικές παροχές, δωρεές και κληρονομιές.
• Ενίσχυση και επάνδρωση των ελεγκτικών μηχανισμών του κράτους και εκσυγχρονισμός της λειτουργίας τους, ώστε πρακτικά να μπορέσουν να ανταποκριθούν στις νέες μορφές συναλλαγών (π.χ. ηλεκτρονικό εμπόριο και επενδύσεις).
• Εντατικοί έλεγχοι των συναλλαγών των off shore εταιρειών.
• Αντιμετώπιση της παραοικονομίας με προληπτικούς φορολογικούς ελέγχους.
• Καταπολέμηση του λαθρεμπορίου καυσίμων και τσιγάρων, από τα οποία το κράτος εμφανίζει μεγάλη απώλεια εσόδων.
• Διεύρυνση της φορολογικής βάσης με ένταξη σε κανονικό καθεστώς ΦΠΑ επαγγελμάτων, που έχουν εξαιρεθεί.
Ανεργία – Πολιτικές Απασχόλησης
Η ακολουθούμενη κυβερνητική πολιτική έχει ως αποτέλεσμα την έκρηξη της ανεργίας σε δυσθεώρητα ύψη από το κλείσιμο χιλιάδων μικρομεσαίων επιχειρήσεων, την καθήλωση κάθε παραγωγικής δραστηριότητας και την αδυναμία δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΣΥΕ το ποσοστό της επίσημης ανεργίας προσεγγίζει το 17% (όταν το 2009 βρίσκονταν στο 8.5%) δηλαδή περισσότεροι από 820 χιλιάδες (822.719) συμπολίτες μας είναι άνεργοι, με το χρόνο παραμονής εκτός απασχόλησης (μακροχρόνια ανεργία) να εντείνει επικίνδυνα τα φαινόμενα φτώχειας, περιθωριοποίησης ακόμα και υλικής υστέρησης για ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, διευρύνοντας τις οικονομικές, κοινωνικές και εκπαιδευτικές ανισότητες. Οι νέοι μας, το πιο πολύτιμο αναπτυξιακό κεφάλαιο του τόπου, εξαναγκάζονται στη μετανάστευση ενώ μια στις πέντε γυναίκες (20%) αδυνατεί να βρει εργασία.
Οι απασχολούμενοι στη χώρα είναι πλέον λιγότεροι από τον οικονομικά μη ενεργό πληθυσμό, γεγονός που διαμορφώνει συνθήκες «κραχ ανεργία» με τραγικές συνέπειες για τα Ασφαλιστικά Ταμεία, την αγορά αλλά και το κοινωνικό κράτος ή τουλάχιστον σε ό,τι έχει απομείνει από αυτό.
Η ανεργία αποτελεί ένα σύνθετο κοινωνικό και οικονομικό φαινόμενο. Η ουσιαστική μείωσή της μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από την αύξηση της απασχόλησης. Η διαρθρωτική επέκταση της αγοράς εργασίας είναι δυνατή μόνο μέσα από ένα σύνολο πολιτικών υγιούς οικονομικής ανάπτυξης σε εθνικό, περιφερειακό και κλαδικό επίπεδο που θα αυξάνουν την ανταγωνιστικότητα και την παραγωγικότητα της οικονομίας δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας. Βασικός στόχος θα πρέπει να είναι η αξιοποίηση του συνόλου του ανθρώπινου δυναμικού, η καταπολέμηση των διακρίσεων και του κοινωνικού αποκλεισμού καθώς και η δημιουργία επαρκών δομών συμφιλίωσης της επαγγελματικής με την κοινωνική ζωή.
Ωστόσο, με βάση την εξαιρετικά δυσμενή σημερινή συγκυρία κρίνεται απολύτως απαραίτητος ο σχεδιασμός και η εφαρμογή ενός ολοκληρωμένου πλέγματος πολιτικών απασχόλησης με στόχο αφενός τη στήριξη και την κοινωνική προστασία εργαζομένων και ανέργων και αφετέρου την αύξηση των δυνατοτήτων και ευκαιριών ένταξης και ανέλιξής τους στην αγορά εργασίας. Η πλήρης και σταθερή απασχόληση αποτελεί τον απώτερο και τελικό στόχο.
Οι εφαρμοζόμενες πολιτικές απασχόλησης θα πρέπει να έχουν διττό προσανατολισμό:
• Παθητικές Πολιτικές Απασχόλησης
Τη διασφάλιση της κοινωνικής προστασίας των ανέργων και των ευάλωτων κοινωνικά ομάδων μέσω της διατήρησης, επέκτασης και ενίσχυσης των επιδομάτων ανεργίας. Το επίδομα ανεργίας πρέπει να ανέλθει στο 80% του επίπεδο του κατώτερου μισθού του ανειδίκευτου εργάτη ενώ η καταβολή του και η παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης πρέπει να επεκταθούν στους 18 μήνες ως άμεση συνέπεια της αύξησης της μακροχρόνιας ανεργίας.
Επιπλέον, πιστεύουμε ότι οι πολιτικές κοινωνικής προστασίας θα πρέπει να διευρυνθούν και σε ομάδες που βρίσκονται στα όρια της φτώχειας με τη θέσπιση ειδικών επιδομάτων και παροχών για τους νεοεισερχόμενους ανέργους και τους ανέργους που έχουν χάσει το δικαίωμα λήψης επιδόματος ανεργίας εξαιτίας της μεγάλης διάρκειάς της.
• Ενεργητικές Πολιτικές Απασχόλησης
Απαιτείται ένας νέος ολοκληρωμένος και ενιαίος εθνικός σχεδιασμός για τη χάραξη των ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης, σε άμεση διασύνδεση με τις πραγματικές ανάγκες της παραγωγικής διαδικασίας και με στόχο την (επανα-)προώθηση των ανέργων στην αγορά εργασίας.
Οι ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης, που εφαρμόστηκαν μέχρι σήμερα στη χώρα μας για τη μείωση της ανεργίας δεν συνέβαλλαν ιδιαίτερα στη μείωσή της. Αυτό συνέβη γιατί κατά κύριο λόγο χρησιμοποιήθηκαν ως επιδοτήσεις των επιχειρήσεων και σε πολλές περιπτώσεις είχαν σαν αποτέλεσμα την αύξηση της κερδοφορίας τους μέσα από τη μείωση του εργασιακού κόστους και τη συρρίκνωση της αμοιβής των εργαζομένων. Σε αυτό το σημείο αξίζει να σημειωθεί πως και τα Προγράμματα Κοινωφελούς Εργασίας που πρόκειται να ξεκινήσουν πρέπει να συνδεθούν με την ενίσχυση των επαγγελματικών προσόντων των συμμετεχόντων και όχι να χρησιμοποιηθούν ως όχημα για την έμμεση καταστρατήγηση των αμοιβών που προβλέπονται στην ΕΓΣΣΕ.
Οι διαθέσιμες ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης, που τα τελευταία χρόνια περιστρέφονται γύρω από τις επιδοτήσεις της απασχόλησης και της αυτοαπασχόλησης, καθώς και από τη διενέργεια προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης, συμβουλευτικής και επαγγελματικού προσανατολισμού, θα πρέπει να ανασχεδιαστούν με βάση τις εξής (ενδεικτικές) κατευθύνσεις:
• Άμεσα στοχευμένες παρεμβάσεις σε γεωγραφικό, κλαδικό και επιχειρησιακό επίπεδο.
• Παράλληλη και συνδυαστική ύπαρξη προγραμμάτων επιδότησης τόσο επιχειρήσεων για την πρόσληψη προσωπικού όσο και ανέργων για την επιλογή της επιχείρησης που θα απασχοληθούν σύμφωνα με τις ιδιαίτερες ανάγκες της κάθε ομάδας-στόχου.
• Συμπληρωματικότητα των πολιτικών απασχόλησης με τις γενικότερες και ειδικότερες οικονομικές πολιτικές, πολιτικές δημοσίων και ιδιωτικών επενδύσεων, προγράμματος ανταγωνιστικότητας, μεταρρυθμίσεων κ.λπ.
• Συνέργειες, συνθέσεις και αλληλοσυμπληρωματικότητες μεταξύ των διαφορετικών μορφών ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης (επιδοτήσεις της απασχόλησης ή του ασφαλιστικού κόστους, επαγγελματική κατάρτιση, επαγγελματική συμβουλευτική κ.λπ.).
• Επικέντρωση σε επιλεγμένες πληθυσμιακές ομάδες με στόχο την αναβάθμιση των προσόντων, την πρόληψη και την αντιμετώπιση της ανεργίας και του κοινωνικού αποκλεισμού (π.χ. γυναίκες, μετανάστες, άνεργοι προσυνταξιοδοτικής ηλικίας κ.λπ.).
• Αναβάθμιση του συστήματος διάγνωσης αναγκών και τάσεων της αγοράς εργασίας μέσα από την αναδιοργάνωση, αναδιάρθρωση και ενίσχυση του ρόλου του Παρατηρητηρίου Απασχόλησης (ΠΑΕΠ) που ουσιαστικά υπολειτουργεί.
• Ορθολογικοποίηση της επαγγελματικής κατάρτισης (αρχικής και συνεχιζόμενης) σε επίπεδο συμβατότητας των αντικειμένων κατάρτισης με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας, καθώς και σε επίπεδο εξορθολογισμού και ποιοτικής αναβάθμισης των προγραμμάτων σπουδών, σύμφωνα με τις νέες τεχνολογικές και οργανωτικές εξελίξεις.
• Επιδότηση για την ίδρυση νέων επιχειρήσεων με βάση τις ανάγκες της αγοράς εργασίας και των τοπικών κοινωνιών και προτεραιότητα σε επιχειρήσεις έρευνας και καινοτομίας ή με αντικείμενο τις εναλλακτικές μορφές ενέργειας και την αειφορία.
• Πιστοποίηση και αναγνώριση των προσόντων, των ικανοτήτων και των δεξιοτήτων, που αποκτούνται από όλες τις μορφές και τύπους επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης.
• Εξασφάλιση της απασχόλησης μέσω: α) σαφών δεσμεύσεων – προγραμματικών συμφωνιών των εμπλεκομένων εργοδοτών και εργαζομένων, β) πρόσθετων κινήτρων προς τα εμπλεκόμενα μέρη, γ) ευρύτερης συμβουλευτικής υποστήριξης ανέργων, εργαζομένων και επιχειρήσεων.
• Προσέγγιση των προβλημάτων απασχόλησης και επαγγελματικής κατάρτισης, κατά επάγγελμα ή κλάδο οικονομικής δραστηριότητας ή γεωγραφική περιοχή σε κρίση ή σε δυναμική πορεία, που μπορεί να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας.
• Ολοκληρωμένη υποστήριξη ανέργων, εργαζομένων ή επιχειρήσεων (του κλάδου, ενός επαγγέλματος ή μιας περιοχής).
• Αναδιοργάνωση του συστήματος επαγγελματικής συμβουλευτικής, αναβάθμιση της λειτουργίας των δομών εύρεσης εργασίας (ΟΑΕΔ) και ουσιαστική διασύνδεσή τους με τις υπόλοιπες πολιτικές απασχόλησης.
• Προώθηση της συμμετοχής των ενηλίκων στη Δια Βίου Μάθηση, καθώς η χώρα μας κατέχει την 27η θέση ανάμεσα σε 33 ευρωπαϊκές με ποσοστό 2.9% έναντι του 9.5% του κοινοτικού μέσου όρου.
Εργασιακές Σχέσεις
Η πλήρης απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και η μετατροπή της Ελλάδας σε χώρα φθηνού εργασιακού κόστους αποτελεί συνειδητή κυβερνητική επιλογή και πρωταρχική επιδίωξη. Από την υπογραφή του πρώτου Μνημονίου έως σήμερα, σε λιγότερο από ενάμιση χρόνο δηλαδή, καταργήθηκαν εργασιακά δικαιώματα και ελευθερίες που κατακτήθηκαν με πολύχρονους και μαζικούς αγώνες των δυνάμεων της εργασίας. Ο χαρακτήρας του εργατικού δικαίου αλλοιώνεται και ένας σύγχρονος εργασιακός μεσαίωνας δημιουργείται με όχημα τη δήθεν αύξηση της ανταγωνιστικότητας και πρόσχημα τη διατήρηση των θέσεων εργασίας.
Οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης επεκτάθηκαν άναρχα και χωρίς κανόνες δημιουργώντας «φτωχούς εργαζομένους» των 300-400€. Οι πιο ακραίες μορφές εργασιακής ανασφάλειας και επισφάλειας, η ενοικίαση εργαζομένων και οι υπεργολαβίες, το «σύγχρονο δουλεμπόριο» δηλαδή, νομιμοποιήθηκαν και μονιμοποιήθηκαν με την αύξηση της διάρκειας απασχόλησης σε έμμεσο εργοδότη από 18 σε 36 μήνες. Τα «μπλοκάκια» συνεχώς αυξάνονται καθώς υιοθετούνται από τους εργοδότες ως «καλή» και νομότυπη πρακτική αποφυγής των ασφαλιστικών εισφορών. Οι απολύσεις απελευθερώθηκαν στην πράξη και το ποσό της αποζημίωσης είτε μειώθηκε μέσα από τη μείωση του χρόνου προειδοποίησης είτε εξαλείφθηκε με τη θεσμοθέτηση δοκιμαστικής περιόδου διάρκειας ενός έτους. Οι μειώσεις μισθών και αμοιβών των υπερωριών ακόμα και στους μερικώς απασχολούμενους, η κατάργηση δώρων και επιδομάτων σε συνδυασμό με την εκτεταμένη χρήση της δυνατότητας εφαρμογής εκ περιτροπής εργασίας από τις επιχειρήσεις για διάστημα έως και 9 μήνες καθώς και μετατροπής (ακόμη και μονομερώς) των συμβάσεων πλήρους σε μερικής απασχόλησης διαμορφώνουν τις προϋποθέσεις για τη μεγαλύτερη αναδιανομή πλούτου σε βάρος του κόσμου της εργασίας. Ο «παροπλισμός» του ΟΜΕΔ και η ωμή παρέμβαση στο σύστημα των συλλογικών διαπραγματεύσεων με τη δυνατότητα υπερίσχυσης της «ειδικής επιχειρησιακής σύμβασης» που προβλέπει δυσμενέστερους όρους έναντι της κλαδικής συρρικνώνουν κάθε εργασιακή προστασία..
Στην πρόσφατη επίσκεψή της στην Αθήνα, η τρόικα ζήτησε την κατάργηση των κλαδικών συμβάσεων και την υπογραφή ειδικών επιχειρησιακών χωρίς όρους και προϋποθέσεις. Μια τέτοια εξέλιξη θα αποτελέσει θρυαλλίδα στο σύστημα των συλλογικών διαπραγματεύσεων «παραδίδοντας» μισθούς, θεσμικά δικαιώματα και συνθήκες εργασίας στις ανεξέλεγκτες διακυμάνσεις της προσφοράς και της ζήτησης, ανοίγοντας ταυτόχρονα διάπλατα την «πόρτα» για την επικράτηση των ατομικών συμβάσεων και τη δημιουργία ενός φθηνού και πολλαπλών ταχυτήτων εργατικού δυναμικού «α λα καρτ».
Σε οικονομίες, όπως η ελληνική, η οποία στηρίζεται στη μικρή και μεσαία επιχειρηματικότητα, οι κλαδικές συμβάσεις αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για τη διαφύλαξη της κοινωνικής συνεννόησης και της εργασιακής ειρήνης, τη διασφάλιση της απασχόλησης, του εισοδήματος των εργαζομένων αλλά και της υγιούς λειτουργίας της αγοράς με την αποτροπή πρακτικών αθέμιτου ανταγωνισμού μέσα από λογικές αναίτιας συρρίκνωσης του εργασιακού κόστους, βλαπτικές μεταβολές και περιστολές συνδικαλιστικών ελευθεριών. Σε αυτό το πλαίσιο απαιτούμε την επέκταση και την άμεση κήρυξη ως υποχρεωτικών όλων των κλαδικών συμβάσεων για τις οποίες έχει γνωμοδοτήσει θετικά το Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας (ΑΣΕ).
Ταυτόχρονα διεκδικούμε:
• Την κατάργηση όλων των αντεργατικών νόμων από την υπογραφή του Μνημονίου και μετά που μετατρέπουν την αγορά εργασίας σε ζούγκλα.
• Την προστασία και στήριξη του θεσμού των ελεύθερων Συλλογικών Διαπραγματεύσεων.
• Την αποτελεσματική διασύνδεση των ευέλικτων μορφών εργασίας με την κατάρτιση στο πλαίσιο της προώθησης της πλήρους και σταθερής απασχόλησης. Οι ευέλικτες μορφές εργασίας –όσο υπάρχουν– θα πρέπει να αποτελούν ένα μεταβατικό στάδιο προς την πλήρη και σταθερή απασχόληση και να μην χρησιμοποιούνται μόνο ως ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των επιχειρήσεων.
• Τη δημιουργία ενός θεσμικού πλαισίου ενίσχυσης της «ασφάλειας» στην εργασία, στην κατεύθυνση της κατοχύρωσης κεκτημένων εργασιακών δικαιωμάτων
• Την πλήρη και αυστηρή εφαρμογή των κανόνων υγιεινής και ασφάλειας των εργαζομένων στους χώρους δουλειάς, καθώς και τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας μέσω τεχνικών και άλλων οργανωτικών μέτρων.
• Την ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών που θα επιβάλλουν σοβαρές κυρώσεις στους εργοδότες ώστε να περιορισθούν τα φαινόμενα της μαύρης εργασίας και της παράνομης «ευελιξίας».
• Την κατάργηση των εργολαβικών αναθέσεων στον δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα.