Ξεκινά η μάχη των υδάτων
Απαραίτητες οι συνέργειες δημοσίου - ιδιωτικού τομέα, υποστηρίζουν οι θιασώτες της ιδιωτικοποίησης
Το πιο σκληρό τεστ για την κυβέρνηση, στο οποίο θα κριθούν η αποφασιστικότητα και η αποτελεσµατικότητα του οικονοµικού επιτελείου αλλά και του εµπλεκόµενου υπουργείου Υποδοµών, θεωρούνται οι επικείµενες ιδιωτικοποιήσεις της ευδαπ και της ΕΥΑΘ. Οι δύο εταιρείες είναι κερδοφόρες και οι διοικήσεις τους έχουν περιορίσει τα τελευταία χρόνια τις δυσλειτουργίες που προέρχονταν από τη δηµοσιοϋπαλληλική νοοτροπία του προσωπικού. Ετσι, για πολλούς, η έλευση ενός ιδιώτη επενδυτή εκτιµάται ότι δεν έχει νόηµα, ιδίως όταν το υπό ιδιωτικοποίηση «προϊόν» είναι ο τοµέας της ύδρευσης και αποχέτευσης. Αλλωστε η επικρατούσα άποψη είναι ότι το νερό είναι ένα φυσικό αγαθό το οποίο η Πολιτεία οφείλει να παρέχει στους πολίτες µακριά από εµπορικές πρακτικές. Η κυβέρνηση επιθυµεί εντός του 2012 να διαθέσει το 27% της ευδαπ και σε συνδυασµό µε την πώληση και του 10% που κατέχει η Αγροτική Τράπεζα να περιοριστεί η συµµετοχή του Δηµοσίου στην εταιρεία που έχει αναλάβει το έργο της ύδρευσης για το λεκανοπέδιο Αττικής σε 34% από 71% που είναι σήµερα. Νωρίτερα, εντός του 2011, ο σχεδιασµός προβλέπει τη διάθεση του 40% της ΕΥΑΘ, ώστε και εκεί το κράτος να περιοστεί στο 34% που εξασφαλίζει την καταστατική µειοψηφία.
Τι δεν πωλείται
Θα πρέπει να επισηµανθεί ότι δεν πωλούνται η ευδαπ Παγίων και η ΕΥΑΘ Παγίων, οι δύο εταιρείες που έχουν υπό τον έλεγχό τους τις πηγές, τα φράγµατα και τους αποταµιευτήρες, αλλά η ευδαπ ΑΕ και η ΕΥΑΘ ΑΕ που είναι υπεύθυνες για τη συντήρηση και τη βελτίωση των δικτύων αλλά και της διύλισης του νερού που φτάνει στα νοικοκυριά. Ακόµη όµως και για τα δίκτυα έχουν εκφράσει κατά καιρούς την αντίθεσή τους η κυρία Λούκα Κατσέλη και οι κκ. Ρέππας και Μαγκριώτης.
Μιλώντας στο «Βήµα της Κυριακής» ο διευθύνων σύµβουλος της ΕΥΑΘ κ. Ν Παπαδάκης δεν κρύβει τα λόγια του: «Η εταιρεία πρέπει να λειτουργεί µε ιδιωτικοοικονοµικά κριτήρια, µε σύγχρονο µάνατζµεντ και να βγάζει κέρδη. Αυτό όµως δεν προϋποθέτει απαραίτητα την ύπαρξη ιδιώτη στρατηγικού επενδυτή».
Στο ίδιο µήκος κύµατος και ο πρόεδρος των εργαζοµένων της ευδαπ κ. Β. Δηµούδης, ο οποίος υποστηρίζει ότι η εταιρεία δεν έχει ανάγκη τα λεφτά των ιδιωτών για να προχωρήσει σε επενδύσεις, αφού το ίδιο το κράτος τής χρωστά 250 εκατ. ευρώ από επιχορηγήσεις, ενώ οι δηµόσιες υπηρεσίες και οι Οργανισµοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης έχουν ανεξόφλητους λογαριασµούς 190 εκατ. ευρώ και 185 εκατ. ευρώ αντίστοιχα.
Από την άλλη πλευρά, οι θιασώτες της παρουσίας ιδιωτών και στα νερά υποστηρίζουν ότι «όντως το νερό είναι ένα φυσικό αγαθό που η Πολιτεία οφείλει να εξασφαλίζει και να παρέχει στους πολίτες της, µακριά από µονοπωλιακού χαρακτήρα επιλογές».
Και εξηγούν ότι το κράτος θα πρέπει να είναι σε θέση να χρηµατοδοτεί µε επάρκεια την ανάπτυξη των σχετικών υποδοµών και εγκαταστάσεων, να τις συντηρεί µε τον κατάλληλο τρόπο, να απασχολεί στελέχη µε τεχνογνωσία και εξειδίκευση και να φροντίζει τη δηµόσια υγεία. Αναφέρουν δε ως παράδειγµα δυσλειτουργίας του σηµερινού µοντέλου τις διαρροές του δικτύου της ευδαπ που ξεπερνούν το 20% της συνολικής πόσιµης ποσότητας αλλά και την αδυναµία επεξεργασίας της λυµατολάσπης της ΕΥΑΘ που έχει εξελιχθεί σε εστία µόλυνσης. Επισηµαίνουν δε ότι η καλύτερη λύση τη δεδοµένη στιγµή είναι η σύµπραξη δηµόσιου και ιδιωτικού τοµέα, χωρίς όµως να ιδιωτικοποιούνται οι υποδοµές.
Δεσμεύσεις
Βεβαίως, οι επίδοξοι ενδιαφερόµενοι, αν προχωρήσουν τελικά οι ιδιωτικοποιήσεις των δύο εταιρειών, θα πρέπει να έχουν λάβει απαντήσεις σε πολλά ερωτήµατα αλλά και δεσµεύσεις σε µείζονα θέµατα, όπως η διαχείριση του µάνατζµεντ και ο καθορισµός των τιµολογίων. Κατ’ αρχάς θα επιδιώξουν να υπογράψουν µια συµφωνία µετόχων όπου ρητώς θα αναφέρεται ότιθα αναλάβουν και το dayto day µάνατζµεντ της εταιρείας.
Σε ό,τι αφορά την τιµολογιακή πολιτική, ηκυβέρνηση δηλώνει κατηγορηµατικά πως θαπαραµείνει στην ευθύνη τουυπουργείου Υποδοµών.
Σε µια τέτοια περίπτωση, οιεπίδοξοι µνηστήρες θα διαπραγµατευθούν σκληρά, ώστε η επιβολή της ταρίφας να µην κάνειfocus µόνο στο κοινωνικό πρόσωπο της κυβέρνησης αλλά να προσµετρείκαι τις ανάγκες χρηµατοδότησης της επιχείρησης,οι οποίες θα ανέλθουν σε εκατοντάδες εκατοµµύρια ευρώ λόγω των µεγάλων υποδοµών που απαιτούνται για να πίνουµε καθαρό νερό.